-
1 μοναρχία
μοναρχίᾱ, μοναρχίαmonarchy: fem nom /voc /acc dualμοναρχίᾱ, μοναρχίαmonarchy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————μοναρχίαι, μοναρχίαmonarchy: fem nom /voc plμοναρχίᾱͅ, μοναρχίαmonarchy: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 μοναρχια
ион. μουναρχίη ἥ1) единодержавие, единовластие, монархия(λαβεὴν χώρας μοναρχίαν Soph.)
2) верховная власть, единоначалие(τοῦ στρατηγοῦ Xen.)
-
3 μοναρχία
μοναρχία ηмонархия, самодержавие -
4 μοναρχία
η1) монархия, самодержавие, монархический строй;συνταγματική μοναρχία — конституционная монархия;
απόλυτη μοναρχία — абсолютная монархия;
2) монархия, монархическое государство -
5 μοναρχίᾳ
Βλ. λ. μοναρχία -
6 μοναρχία
[монархиа] ουσ. Θ. самодержавие, монархия,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μοναρχία
-
7 μοναρχία
[монархиа] ουσ θ самодержавие, монархия. -
8 μοναρχία
A monarchy, government by a single ruler, Alc.Oxy. 1789 Fr.12, A.Th. 883 (lyr., pl.), Hdt.3.82;λαβὼν χώρας παντελῆ μ. S.Ant. 1163
, etc.; καὶ γὰρ κατέστησ' αὐτὸν (sc. τὸν δῆμον)εἰς μοναρχίαν E.Supp. 352
; ; including βασιλική and τυραννική, Pl.Plt. 291e: in pl.,οἱ ἐν ταῖς μ. ὄντες Isoc.2.5
, cf. Arist.Pol. 1311a24, 1279a33, Rh. 1365b37; of the Roman Dictator, Plu.Caes.37; supreme command, of a general, X.An.6.1.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοναρχία
-
9 μονάρχια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονάρχια
-
10 μοναρχία
μον-αρχία, ἡ, die Alleinherrschaft, Herrschaft eines Einzigen; der alleinige Oberbefehl über das Heer -
11 μοναρχία
monarchia (f) rzecz. -
12 monarşi
μοναρχία. -
13 monarchia
μοναρχία -
14 μοναρχίας
μοναρχίᾱς, μοναρχίαmonarchy: fem acc plμοναρχίᾱς, μοναρχίαmonarchy: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 μοναρχίαι
μοναρχίαmonarchy: fem nom /voc plμοναρχίᾱͅ, μοναρχίαmonarchy: fem dat sg (attic doric aeolic) -
16 μοναρχίαν
μοναρχίᾱν, μοναρχίαmonarchy: fem acc sg (attic doric aeolic) -
17 μοναρχίαις
μοναρχίαmonarchy: fem dat pl -
18 μουναρχίη
μοναρχίαmonarchy: fem nom /voc sg (epic ionic) -
19 μουναρχίην
μοναρχίαmonarchy: fem acc sg (epic ionic) -
20 монархия
монарх||ияж ἡ μοναρχία:абсолютная \монархияия ἡ ἀπόλυτος μοναρχία· конституционная \монархияия ἡ συνταγματική μοναρχία.
См. также в других словарях:
μοναρχία — μοναρχίᾱ , μοναρχία monarchy fem nom/voc/acc dual μοναρχίᾱ , μοναρχία monarchy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… … Dictionary of Greek
μοναρχία — η 1. η εξουσία που ασκείται από το μονάρχη: Κληρονόμησε τη μοναρχία χωρίς να είναι ο νόμιμος διάδοχος. 2. το πολίτευμα που έχει ανώτατο άρχοντα μονάρχη: Σε αρκετές χώρες υπάρχουν ακόμα μοναρχίες. 3. το κράτος το πολίτευμα του οποίου είναι η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοναρχίᾳ — μοναρχίαι , μοναρχία monarchy fem nom/voc pl μοναρχίᾱͅ , μοναρχία monarchy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μονάρχια — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… … Dictionary of Greek
μοναρχίας — μοναρχίᾱς , μοναρχία monarchy fem acc pl μοναρχίᾱς , μοναρχία monarchy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχίαι — μοναρχία monarchy fem nom/voc pl μοναρχίᾱͅ , μοναρχία monarchy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχίαν — μοναρχίᾱν , μοναρχία monarchy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МОНАРХИЯ — • Μοναρχία, см. Πολιτεία, Правления формы, 2 сл … Реальный словарь классических древностей
μοναρχιῶν — μοναρχία monarchy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχίαις — μοναρχία monarchy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)