Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μοναρχικό

См. также в других словарях:

  • Ναβαταίοι — Λαός αραβικής καταγωγής, που κατοικούσε στην Πετραία Αραβία. Κατοικούσαν αρχικά στις όχθες του Ευφράτη. Από τον 8o αι. π.Χ. άρχισαν να κατεβαίνουν στον νότο, όπου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ανάμεσα στη Νεκρά θάλασσα και στον Αϊλανιτικό κόλπο.… …   Dictionary of Greek

  • κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας …   Dictionary of Greek

  • μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… …   Dictionary of Greek

  • μοναρχικός — ή, ό (ΑΜ μοναρχικός, ή, όν) [μόναρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονάρχη ή στη μοναρχία («ἡ μὲν αἵρεσις οὕτω γιγνομένη μέσον ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας», Πλάτ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που ασπάζεται την ιδέα τής… …   Dictionary of Greek

  • μονόσκηπτρος — μονόσκηπτρος, ον (Α) αυτός που κυβερνά μόνος του, μοναρχικά, με μοναρχικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκηπτρος (< σκῆπτρον), πρβλ. φιλό σκηπτρος] …   Dictionary of Greek

  • χουντοβασιλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτευμα μοναρχικό, στο οποίο την εξουσία ασκεί στρατιωτική χούντα 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο χουντοβασιλικός και η χουντοβασιλική χουντικός οπαδός τής βασιλείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χούντα +… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… …   Dictionary of Greek

  • Ζαποτέκοι — Λαός του νότιου Μεξικού, ο οποίος έχει δεχτεί πολλές επιδράσεις των Μάγια, των Τολτέκων και των Αζτέκων. Το σύστημα διοίκησης των Ζ. ήταν μοναρχικό και ανεξάρτητο από το σύστημα των Μεξικανών, με τους οποίους είχαν συνάψει συμμαχία λίγο πριν από… …   Dictionary of Greek

  • Κοβαλέφσκι, Μαξίμ Μαξίμοβιτς — (Maksim Maksimovich Kovalevsky, Χάρκοβο 1851 – Αγία Πετρούπολη 1916). Ρώσος ιστορικός και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο του Χάρκοβο, από το οποίο αποφοίτησε το 1872. Συνέχισε τις νομικές του σπουδές στο Βερολίνο, στη Βιέννη, στο… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»