-
1 πολίτευμα
το форма правления, политическая система, государственный строй;κοινοβουλευτικό πολίτευμα — парламентская форма правления;
μοναρχικό πολίτευμα — монархический строй
См. также в других словарях:
κοινοβουλευτικός — ή, ό (Α κοινοβουλευτικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοινοβούλιο ή στον κοινοβουλευτισμό («κοινοβουλευτική σύνοδος») 2. εκείνος πού γίνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες τού κοινοβουλίου και με τις αρχές τού… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
αντικοινοβουλευτικός — ή, ό 1. αντίθετος προς το κοινοβούλιο ή το κοινοβουλευτικό πολίτευμα 2. απροσάρμοστος προς τον τρόπο λειτουργίας της βουλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + κοινοβουλευτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Θεόδωρο Φλογαΐτη] … Dictionary of Greek
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
κοινοβουλευτισμός — Θεμελιώδης αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι η προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κατά το Σύνταγμα θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ του… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
σκιώδης — ες / σκιώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σκιά] σκιερός νεοελλ. 1. μτφ. όμοιος με σκιά 2. συνεκδ. πολύ άτονος, σχεδόν ανύπαρκτος («σκιώδης αντίσταση») 3. φρ. «σκιώδης κυβέρνηση» ομάδα στελεχών την οποία συγκροτεί το κόμμα τής αξιωματικής αντιπολίτευσης,… … Dictionary of Greek
σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
αναθεώρηση συντάγματος — Είναι η διαδικασία τροποποίησης του συντάγματος. Τα διάφορα συντάγματα συχνά προβλέπουν σχετικά με τη δυνατότητα αναθεώρησής τους και καθορίζουν τα αρμόδια για τον σκοπό αυτό όργανα, τη διαδικασία της αναθεώρησης και τις διατάξεις οι οποίες… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek