-
1 μομφή
μομφή, ἡ, Tadel, Vorwurf; μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων, Pind. I. 3, 54, μομφὰν ἐπισπείρων ἀλιτροῖς, N. 8, 39; μομφῆς ἄτερ, Aesch. Spt. 1001; ἤ τινα μομφὰν ἔχων ξυνοῦ δορός, Soph. Ai. 180, zu klagen habend, wie ἕν σοι μομφὴν ἔχω Eur. Or. 1069, vgl. Phoen. 780; auch Ar. Pax 647, = μέμφομαι; in Prosa, Plat. Ep. VI, 323 b.
-
2 μομφη
дор. μομφά ἥ порицание, упрек, жалоба(μομφῆς ἄτερ θνῄσκειν Aesch.)
μομφέν ἔχειν τινί Pind., Soph., Eur., τινός Soph. и τινὸς ἕνεκα Arph. — жаловаться (негодовать) на кого(что)-л. -
3 μομφή
μομφήblame: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 μομφή
A blame, reproof, Pi.N.8.39;μομφῆς ἄτερ τέθνηκεν A.Th. 1015
; cause of complaint,μομφὰν ἔχειν τινί Pi.I.4(3).36
; ἕν σοι μομφὴν ἔχω in one thing I blame thee, E.Or. 1069;μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν Id.Alc. 1009
;πρός τινα μ. ἔχειν Ep.Col.3.13
: c. gen.,μ. ἔχων ξυνοῦ δορός S.Aj. 180
(lyr.); . -
5 μομφή
μομφή, ἡ, Tadel, Vorwurf; ἤ τινα μομφὰν ἔχων ξυνοῦ δορός, zu klagen habend -
6 μομφή
μομφή, ῆς, ἡ (Pind. et al.) blame, (cause for) complaint πρός τινα ἔχειν μ. have a complaint against anyone (ἔχειν μομφήν τινι: Pind. et al.) Col 3:13.—DELG s.v. μέμφομαι. TW. -
7 μομφή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μομφή
-
8 μομφή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μομφή
-
9 μομφή
-
10 μομφή
жалоба, упрек, обвинение, порицание.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μομφή
-
11 μομφή
[момфи] ουσ. Θ. порицание, укор.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μομφή
-
12 μομφή
[момфи] ουσ θ порицание, укор. -
13 μομφή
animadversionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μομφή
-
14 ἐπι-μομφή
ἐπι-μομφή, ἡ, = ἐπίμεμψις, Pind. Ol. 11, 9.
-
15 μομφήν
μομφήblame: fem acc sg (attic epic ionic) -
16 выговор
выговорм1. (произношение) ἡ προφορά:чистый \выговор ἡ καθαρή προφορά·2. (порицание) ἡ μομφή, ἡ ἐπιτίμηση [-ις], ἡ ἐπίπληξη:строгий \выговор ἡ αὐστηρή μομφή· сделать \выговор κάνω (или προσάπτω) μομφή· получить \выговор τιμωρούμαι μέ μομφή. -
17 упрёк
-а α.μομφή, μέμψη, ψέξη, κατηγόρια-επίκριση•строгий упрёк αυστηρή μομφή•
упрёк взаимныеупрёки αλληλοκατηγορίες•
осыпать -ами кого-н. λέγω ένα σωρό κατηγόριες για κάποιον.
εκφρ.бросить упрёк кому – επιρρίπτω (προσάπτω) μομφή σε κάποιον, κοτσάρω•ставить в упрёк кому что – κατηγορώ κάποιον για κάτι•не в упрёк кому – όχι με σκοπό να κατηγορήσω κάποιον•без -а – παλ. άμεμπτα, άψογα. -
18 μομφα
-
19 μομφος
-
20 порицание
См. также в других словарях:
μομφή — blame fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μομφή — η (Α μομφή και μόμφις) 1. κατηγορία, ψόγος 2. επίπληξη, παρατήρηση, μάλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα μομφ τής ρίζας μεμφ τού μέμφομαι*] … Dictionary of Greek
μομφή — η η επίπληξη, η κατηγορία, ο ψόγος: Τους ζήτησε αποδεικτικά στοιχεία για κάθε μομφή που του απέδιδαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μομφαῖς — μομφή blame fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μομφαῖσιν — μομφή blame fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μομφῆς — μομφή blame fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μομφῇσιν — μομφή blame fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μομφήν — μομφή blame fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνειδος — τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό) 1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση 2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία 3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.) 3. παροιμ. φρ.… … Dictionary of Greek
άμομφος — ἄμομφος, ον (Α) [μομφή] 1. ο δίχως μομφή, άμεμπτος 2. αυτός που δεν έχει τίποτα να μεμφθεί, να κατακρίνει … Dictionary of Greek
κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… … Dictionary of Greek