Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μολυβδινῶν)

См. также в других словарях:

  • μολυβδίνων — μολύβδινος leaden fem gen pl μολύβδινος leaden masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • διαμέτρημα — Η εσωτερική διάμετρος σωλήνα ή κάνης πυροβόλου όπλου που λαμβάνεται από το βάθος των ραβδώσεων, εφόσον πρόκειται για σωλήνα ή κάνη με ραβδώσεις. Ο όρος δ. χρησιμοποιείται για τη διάκριση των πυροβόλων όπλων, ενώ παλαιότερα η κατάταξή τους γινόταν …   Dictionary of Greek

  • επιμολύβδωση — η 1. η επικάλυψη μεταλλικής επιφάνειας με στρώμα μολύβδου 2. λεπτότατη επίστρωση μολύβδου στην εσωτερική επιφάνεια τής κάννης τού όπλου που οφείλεται σε παρατεταμένη χρήση μολύβδινων βολίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μολυβδώνω. Η λ. στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»