-
1 μολπός
-
2 μολπός
μολπός, ὁ, der Sänger, Dichter -
3 σύμ-μολπος
σύμ-μολπος, = συνῳδός; φόρμιγξ Eur. Ion 165.
-
4 φιλό-μολπος
φιλό-μολπος, ον, Gesang, Tanz, Spiel liebend, πόλις Pind. N. 7, 9.
-
5 φιλησί-μολπος
φιλησί-μολπος, = φιλόμολπος, Pind. Ol. 14, 13, Αγλαΐα.
-
6 εὔ-μολπος
εὔ-μολπος, schön singend, Paul. gil. 72 (IX, 596).
-
7 λιγύ-μολπος
λιγύ-μολπος, hell, laut singend, Νύμφαι, H. h. 18, 19.
-
8 αἰολό-μολπος
αἰολό-μολπος σῦριγξ, mannigfach singend, Nonn. D. 40, 223.
-
9 ἀρχεσί-μολπος
ἀρχεσί-μολπος, μοῦσα, gefangbeginnend, Stesichor. bei Ath. IV, 180 e.
-
10 ἀντί-μολπος
ἀντί-μολπος ( μολπή), entgegentönend, Aesch. Ag. 16 ἀντίμολπον ἄκος ὕπνου, Gesang als Gegenmittel gegen den Schlaf; Eur. Med. 1173 ἀντίμολπος ὀλολυγῆς κωκυτός, der entgegentönende Wehruf.
-
11 ὀξύ-μολπος
ὀξύ-μολπος, = ὀξυμελής, οἰμώγματα, Aesch. Spt. 1014.
-
12 ἐρασί-μολπος
ἐρασί-μολπος, gesangliebend, Thalia, Pind. Ol. 14, 16.
-
13 αἰολόμολπος
-
14 ἀντίμολπος
-
15 ἀρχεσίμολπος
-
16 ἐρασίμολπος
ἐρασί-μολπος, gesangliebend, Thalia -
17 εὔμολπος
-
18 λιγύμολπος
λιγύ-μολπος, hell, laut singend -
19 φιλόμολπος
φιλό-μολπος, ον, Gesang, Tanz, Spiel liebend
См. также в других словарях:
μολπός — μολπός, ὁ (Α) στον πληθ. οἱ μολποί συντεχνία, θίασος μουσικών στη Μίλητο, σωματείο αοιδών ή μουσουργών 2. (κατά τον Ησύχ.) «ᾠδός, ὑμνῳδός, ποιητής». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μολπ , που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα molp τού ΙΕ τύπου *mel p (πρβλ.… … Dictionary of Greek
MOLSUS — Graece μόλπος, demus Atticae, apud Hesychium, Μόλπος, ὀ δῆμος Α᾿ιολεῖς. Ubi Αἰολίδις Vir eruditus legi vult, et pro Atticae populo haberi. Sed cum nulla fuerit Aeolis tribus, Hesychium Aeolidis gentem hâc voce denotare voluisse, sentit Iac.… … Hofmann J. Lexicon universale
ηδύμολπος — η, ο αυτός που τραγουδάει ή ψάλλει γλυκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μολπος (< μέλπω «ψάλλω, τραγουδώ»), πρβλ. εύ μολπος] … Dictionary of Greek
λιγύμολπος — λιγύμολπος, ον (Α) αυτός που ψάλλει δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + μολπος (< μολπή «άσμα»), πρβλ. οξύ μολπος] … Dictionary of Greek
μέλπω — (ΑM μέλπω) 1. εξυμνώ κάποιον με άσματα («μέλποντες Ἑκάεργον», Ομ. Ιλ.) 2. τραγουδώ, άδω, ψάλλω (α. «είς τών δύο φρουρούντων μονομμάτων έμελπε κλέφτικον άσμα», Παπαδ. β. «καταγλαϊζόμένος καὶ μέλπων γηθόμενος», Μηναί.) αρχ. 1. μέσ. μέλπομαι α)… … Dictionary of Greek
οξύμολπος — ὀξύμολπος, ον (Α) αυτός που τραγουδά δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μολπος (< μέλπω, ομαι «τραγουδώ»), πρβλ. λιγύ μολπος] … Dictionary of Greek
πολύμολπος — ον, Α πολυμελπής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μολπος (< μέλπω «τραγουδώ»), πρβλ. λιγύ μολπος] … Dictionary of Greek
σύμμολπος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που τραγουδά μαζί με κάποιον άλλο 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Σύμμολποι ένωση αοιδών από τη Θήρα η οποία είχε και θρησκευτικό χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μολπος (< μολπή «τραγούδι, μέλος»), πρβλ. ἀντί… … Dictionary of Greek
φιλησίμολπος — ον, Α (ποιητ. τ.) φιλόμολπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. φιλησι τού φιλῶ (πρβλ. φίλησις) + μολπος (< μολπή), πρβλ. ἐρασί μολπος] … Dictionary of Greek
φιλόμολπος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τού αρέσουν τα τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μολπος (< μέλπω «τραγουδώ»), πρβλ. ἀναξί μολπος] … Dictionary of Greek
ЕВМОЛП — • Eumolpus, Ευμολπος, переселившийся в Элевсин фракиец, воин, жрец Деметры и певец, сын Посейдона и Хионы, дочери Борея. Он помогал элевсинцам в войне с афинянами, в которой Эрехфей убил как его, так и сыновей его Форбанта и… … Реальный словарь классических древностей