-
1 ἀντί-μολπος
ἀντί-μολπος ( μολπή), entgegentönend, Aesch. Ag. 16 ἀντίμολπον ἄκος ὕπνου, Gesang als Gegenmittel gegen den Schlaf; Eur. Med. 1173 ἀντίμολπος ὀλολυγῆς κωκυτός, der entgegentönende Wehruf.
-
2 ἀντίμολπος
См. также в других словарях:
σύμμολπος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που τραγουδά μαζί με κάποιον άλλο 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Σύμμολποι ένωση αοιδών από τη Θήρα η οποία είχε και θρησκευτικό χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μολπος (< μολπή «τραγούδι, μέλος»), πρβλ. ἀντί… … Dictionary of Greek