-
1 βλώσκω
Grammatical information: v.Meaning: `go, come' (Il.).Other forms: Aor. μολεῖν, ἔβλω ἐφάνη, ὤχετο, ἔστη; fut. μολοῦμαι ( βλῶξαι, βλώξω Lyc.), perf. μέμβλωκα ( βέβλωκε ἠρεμεῖ, φύεται H.)Compounds: κατα-, προ-, ἐκ- etc. αὑτόμολος `deserter' (Hdt.); ἀγχίμολον ( ἦλθε, Il.), old absolutive Wackernagel, Mus. Helv. 1, 226ff.; ἀγχιβλώς ἄρτι παρών H.Etymology: Pres. βλώσκω \< *μλώ-σκω (cf. μολ-εῖν, μέ-μβλω-κα) from *ml̥h₃-sk- is clear. The aor. stem βλω- will have the same origin, with the zero grade from the plural. The nominal forms with - μολ- will have o-grade, * molh₃-. The aor. stem μολ-ε\/ο- is explained from metathesis in *μελο-μ, -ς, -τ \< * melh₃-. Harðarson, Wurzelaorist 169f, 224f, also assumes stressed l̥h₃ \> ολο, which is doubtful; the existence of a development μλω- (in ἔβλω) beside μολο- is improbable. I would expect *l̥h₃ \> αλ, which was replaced by ολ after the predominant o-vocalism. The metathesis is not an independent phonetic development, but part of this process of morphological reorganisation. - Outside Greek perhaps in Slavic, e.g. Serb. iz-mòlīti *`let come out', i.e. `show', Slov. molíti `hinstrecken, hinhalten'. - Uncertain Toch. A mlosk-, mlusk- `escape' (B mlutk ?). - Connection with μέλλω is phonetically improbable (because of the laryngeal), with μολεύω `cut off and transplant the shoots of trees' is semantically impossible.Page in Frisk: 1,246-247Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλώσκω
См. также в других словарях:
μόλο που — σύνδ. αντιθετ., αν και, μολονότι: Δε με συγχώρεσε, μόλο που έπεσα στα πόδια της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Молох семитическое божество — (соб. царь ) нередко встречающееся в Библии по транскрипции 70 ти (Μολό) имя семитического божества. Будучи нарицательным, оно прилагалось к различным божествам, главным образом покровителям города или племени, напр. у аммонитян (Мильком их царь … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Молох, семитическое божество — (соб. царь ) нередко встречающееся в Библии по транскрипции 70 ти (Μολό) имя семитического божества. Будучи нарицательным, оно прилагалось к различным божествам, главным образом покровителям города или племени, напр. у аммонитян (Мильком их царь … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ηλιάς — I (9ος αι. π.Χ. – από το εβραϊκό Ελιγιάχου= ο Γιαχβέ είναι ο Θεός μου). Βιβλικό πρόσωπο, Ιουδαίος προφήτης. Ο H., ο οποίος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Αχαάβ, όταν η ειδωλολατρία είχε εξαπλωθεί στο Ισραήλ με την επιρροή της φοινικικής καταγωγής… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek
άβιαστος — η, ο χωρίς βιασύνη, ατάραχος: Μόλο που βλεπε τους άλλους να τρέχουν, αυτός βάδιζε άβιαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσκυφτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν καμπουριάζει, δε σκύβει: Μόλο που ήταν ηλικιωμένος, περπατούσε άσκυφτος. 2. ακατάβλητος, ανυπόταχτος: Ήταν άνθρωπος περήφανος, άσκυφτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγέραστος — η, ο αυτός που δε γερνά, που μένει ακμαίος: Μόλο που χε περάσει τα ογδόντα έμενε αγέραστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγαλήνευτος — η, ο αυτός που δεν είναι γαληνεμένος, ο ταραγμένος: Ήταν αγαλήνευτος, μόλο που είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που άλλαξαν τα βαριά λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)