-
1 μοιρίδιος
μοιρίδιοςdestined: masc nom sgμοιρίδιοςdestined: masc /fem nom sg -
2 μοιρίδιος
1 fated (cf. Thummer, 101̆{1}) ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν pr. P. 1.55 εἰ σύν τινι μοιριδίῳ παλάμᾳ ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον given by destiny O. 9.25 καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες ( μοιρίδιον with σπέρμ Schr., with ἆμαρ Σ.) P. 4.255 “λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” contra Σ, εὐτυχῆ) I. 6.46 -
3 μοιρίδιος
A destined, doomed, μ. ἆμαρ, etc., the day of doom, Pi.P.4.255;σύν τινι μοιριδίῳ παλάμᾳ Id.O.9.26
;μοιρίδιον ἦν Id.P.1.55
: twice in S. (lyr.), ( μοιραδία cod. Laur.); ; μ. θάνατος Epigr. ap. Plu.2.109d; "μ. χρέος εἶναι λέγεται τὸ ζῆν Plu.2.106f
;ἐν ταὐτῷ φέγγει μ. E.Epigr.2
. 4 (- αδίῳ codd.);μ. μελέτη AP11.25
(Apollonid.);μ. κλωστῆρες IG3.1339
. Adv. - ίως, ἔπεσεν ἐπὶ τὴν.. εἱμαρμένην ib.12(7).53.11 ([place name] Amorgos). (Poet. and late Prose,τὰ μ. Nic.Dam.57
J.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιρίδιος
-
4 μοιρίδιον
μοιρίδιοςdestined: masc acc sgμοιρίδιοςdestined: neut nom /voc /acc sgμοιρίδιοςdestined: masc /fem acc sgμοιρίδιοςdestined: neut nom /voc /acc sg -
5 μοιριδίοισι
μοιρίδιοςdestined: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)μοιρίδιοςdestined: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
6 μοιριδίοισιν
μοιρίδιοςdestined: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)μοιρίδιοςdestined: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
7 μοιριδίου
μοιρίδιοςdestined: masc /neut gen sgμοιρίδιοςdestined: masc /fem /neut gen sg -
8 μοιρίδια
μοιρίδιοςdestined: neut nom /voc /acc plμοιρίδιοςdestined: neut nom /voc /acc pl -
9 μοιρίδιοι
μοιρίδιοςdestined: masc nom /voc plμοιρίδιοςdestined: masc /fem nom /voc pl -
10 μοιριδίης
μοιρίδιοςdestined: fem gen sg (epic ionic) -
11 μοιριδία
μοιριδίᾱ, μοιρίδιοςdestined: fem nom /voc /acc dualμοιριδίᾱ, μοιρίδιοςdestined: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
12 μοιριδίω
-
13 μοιριδίῳ
-
14 μοιριδίη
-
15 μοιριδίῃ
-
16 μόρσιμος
1 allottedαἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος O. 2.10
ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41
pro subs.,τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν P. 12.30
καὶ τὸ μόρσιμον Διόθεν πεπρωμένον ἔκφερεν N. 4.61
ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν N. 7.44
μόρσιμ' ἀναλύεν Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς οὐ τόλμα Pae. 6.94
-
17 μοιράδιος
A = μοιρίδιος (q. v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιράδιος
См. также в других словарях:
μοιρίδιος — destined masc nom sg μοιρίδιος destined masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιρίδιος — μοιρίδιος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) [μοίρα] 1. προσδιορισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραμένος («μοιρίδιον ἆμαρ», Πίνδ.) 2. αυτός που καθορίζει τη μοίρα κάποιου («μοιρίδιοι αστέρες», Ορφ. Ύμν.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοιρίδια τα… … Dictionary of Greek
μοιρίδιον — μοιρίδιος destined masc acc sg μοιρίδιος destined neut nom/voc/acc sg μοιρίδιος destined masc/fem acc sg μοιρίδιος destined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιριδίοισι — μοιρίδιος destined masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) μοιρίδιος destined masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιριδίοισιν — μοιρίδιος destined masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) μοιρίδιος destined masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιριδίου — μοιρίδιος destined masc/neut gen sg μοιρίδιος destined masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιριδίῳ — μοιρίδιος destined masc/neut dat sg μοιρίδιος destined masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιρίδια — μοιρίδιος destined neut nom/voc/acc pl μοιρίδιος destined neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιρίδιοι — μοιρίδιος destined masc nom/voc pl μοιρίδιος destined masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιριδίης — μοιρίδιος destined fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιριδίῃ — μοιρίδιος destined fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)