Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μοιάζω

  • 1 μοιάζω

    [мьязо] ρ. быть похожим, походить,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μοιάζω

  • 2 походить

    Русско-греческий словарь > походить

  • 3 походить

    походить I
    сов (некоторое время) βαδίζω, περπατώ:
    \походить с полчаса περπατώ μισή ὠρα.
    походить II
    несов (быть похожим) (ό)μοιάζω, εἶμαι ὀμοιος:
    \походить на отца μοιάζω τοῦ πατέρα μου.

    Русско-новогреческий словарь > походить

  • 4 смотреть

    смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•

    смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•

    смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•

    смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•

    смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•

    новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.

    || μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•

    смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.

    || μτφ. δίνω προσοχή•

    вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).

    2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.
    3. επιβλέπω, παρακολουθώ•

    смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.

    || εξετάζω•

    доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.

    || (παλ.) επιθεωρώ•

    генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.

    4. είμαι εστραμμένος•

    окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•

    пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.

    5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.
    6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•

    смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•

    смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•

    смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.

    7. θέλω να γίνω•

    она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).

    8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.
    9. προστκ.κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.
    10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.
    εκφρ.
    смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•
    смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•
    смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•
    смотреть смертиβλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•
    - я по чему – κρίνοντας από το ότι•
    что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).
    1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•

    смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

    2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•

    фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > смотреть

  • 5 уродить

    урожу, уродишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. урожденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. καρποφορώ• κάνω, δίνω σοδειά•

    земля уродитьла хороший урожай η γη έκανε καλή σοδειά.

    2. γεννώ, τίκτω.
    1. γίνομαι•

    -лось много хлеба πρόκοψαν τα σιτηρά.

    2. γεννιέμαι. || γεννιέμαι όμοιος προς, μοιάζω•

    уродить в отца μοιάζω τον πατέρα.

    Большой русско-греческий словарь > уродить

  • 6 непохожий

    непохож||ий
    прил ἀνόμοιος, διαφορετικός:
    быть \непохожийим на кого-л. δέν μοιάζω μέ κάποιον это на вас \непохожийе αὐτό δέν · ταιριάζει στό χαρακτήρα σας.

    Русско-новогреческий словарь > непохожий

  • 7 перекликатъся

    перекл||икатъся
    несов
    1. φωνάζουμε ὁ ἔνας τόν ἀλλον
    2. перен (иметь сходство) μοιάζω μέ κάτι, θυμίζω κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > перекликатъся

  • 8 уродиться

    уродить||ся
    1. (о злаках, плодах) φυτρώνω, φύομαι:
    хлеб хорошо́ уродился τό σιτάρι φύτρωσε καλό·
    2. γεννιέμαι/ μοιάζω (походить):
    он уродился в отца μοιάζει τοῦ πατέρα του.

    Русско-новогреческий словарь > уродиться

  • 9 выдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, προστκ. выдай, ρ.σ.μ.
    1. δίνω•

    выдать деньги δίνω χρήματα•

    выдать аванс, удостоверение δίνω προκαταβολή, πιστοποιητικό.

    || παραδίνω•

    выдать преступника παραδίνω τον εγκληματία.

    || παντρεύω•

    ее -ли за богатого человека την πάντρεψαν με (σε) πλούσιο,

    2. αποκαλύπτω, φανερώνω• προδίνω.
    3. καμώνομαι, προσποιούμαι•

    выдать себя за ученого κάνω τον επιστήμονα.

    4. εξάγω, βγάζω•

    выдать нефт сверх плана δίνω πετρέλαιο πάνω από το πλάνο.

    5. (παλ.) εκδίδω (βιβλίο, έργο).
    (με την αντων. себя) προδίνω τον εαυτό μου•

    выдать себя προδίνομαι μόνος μου.

    || παρουσιάζω•

    выдать черное за бе-лсю παρουσιάζω το μαύρο για άσπρο.

    εκφρ.
    не выдай – μη με φέρεις σε δύσκολη θέση.
    1. εξέχω, προεξέχω, προέχω, ξεπέχω.
    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
    3. εξευρίσκομαι, βρίσκομαι, συμβαίνω, συμπίπτω•

    -лось несколько часов свободного времени βρέθηκαν μερικές ώρες ελεύθερες•

    как только -лся случай μόλις δόθηκε η ευκαιρία.

    εκφρ.
    выдать в кого – μοιάζω του•
    характер -лся в деда – ο χαρακτήρας έμοιασε τού παππού.

    Большой русско-греческий словарь > выдать

  • 10 отдавать

    -даю, -дашь, προστκ. отдавай,
    επιρ. μτχ. отдавая
    ρ.δ.
    1. βλ. отдать.
    2. μυρίζω, αναδίδω μυρουδιά, οσμή•

    от него -ёт немного водкой αυτός μυρίζει λίγο βότκα.

    || μοιάζω, ενθυμίζω•

    отдавать стариной θυμίζω κάτιτο παλαιό.

    1. βλ. отдаться.
    2. βλ. отдавать (1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > отдавать

  • 11 походить

    -хожу, -ходишь
    ρ.σ.
    βλ. ходить.
    -хожу, -ходишь
    ρ.δ. ομοιάζω•

    -на мать μοιάζω τη μάνα.

    Большой русско-греческий словарь > походить

  • 12 сойти

    сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•

    сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.

    2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.
    3. βγαίνω, εξέρχομαι•

    сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.

    4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•

    сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•

    сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•

    поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•

    шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.

    5. λιώνω•

    снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•

    краска сойтишла η μπογιά βγήκε•

    ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).

    || (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.
    6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•

    всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.

    || περνώ, γίνομαι δεκτός•

    надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.

    || απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.
    7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.
    εκφρ.
    сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).
    1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.
    2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.
    3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.
    4. ταιριάζω• συμπίπτω•

    сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•

    не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•

    показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•

    наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.

    5. συμφωνώ•

    сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.

    6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•

    дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > сойти

См. также в других словарях:

  • μοιάζω — μοιάζω, έμοιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μοιάζω — και ομοιάζω (ΑΜ ὁμοιάζω) έχω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή τον χαρακτήρα κάποιου άλλου, είμαι παρόμοιος με κάποιον ή με κάτι νεοελλ. 1. (ως απρόσ.) μοιάζει φαίνεται («μοιάζει να είναι ενδιαφέρον» 2. φρ. «δεν σού μοιάζω» δεν έχω τις συνήθειές σου… …   Dictionary of Greek

  • μοιάζω — έμοιασα (προστ. μοιάσε) 1. ομοιάζω, είμαι όμοιος, έχω τα ίδια χαρακτηριστικά με κάποιον, θυμίζω κάποιον: Μοιάζει του πατέρα του στην εμφάνιση. 2. φαίνομαι: Μοιάζει αντίκα αλλά είναι καινούριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντοφέρνω — μοιάζω λίγο με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + φέρνω «μοιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • αδαμαντίζω — μοιάζω με διαμάντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδάμαντ (θέμα γεν. τού ουσ. ἀδάμας) + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

  • γεροντοφέρνω — μοιάζω ή συμπεριφέρομαι σαν γέρος …   Dictionary of Greek

  • χρυσοφέρνω — μοιάζω κάπως με χρυσό, έχω χρώμα σχεδόν όμοιο με το χρώμα του χρυσού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έοικα — ἔοικα (Α) 1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.) 2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.) 3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην»,… …   Dictionary of Greek

  • παρέοικα — ΜΑ μοιάζω κάπως με κάποιον ή κάτι, είμαι παρεμφερής. επίρρ... παρεοικότως Α κατά τρόπο κάπως όμοιο προς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔοικα «μοιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσέοικα — και αττ. τ. προσεῑκα και παθ. τ. παρακμ. προσήιξαι Α (παρακμ. με σημ. ενεστ.) 1. φαίνομαι όμοιος, μοιάζω με κάποιον ή με κάτι (α. «λέοντι φαίνεται προσεικέναι», Ευρ. β. «κατὰ τὸ χρῶμα μόνον προσέοικεν ἱέρακι», Αριστοτ.) 2. φαίνομαι κατάλληλος,… …   Dictionary of Greek

  • προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»