Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μνᾱϊαῖος

См. также в других словарях:

  • μναϊαίος — μναϊαῑος και μναγιαῑος, α, ον (Α) 1. μνααίος* 2. αυτός που αναφέρεται στη μνα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μναϊαῑον η μνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. πλεθρ ιαίος/ποδ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • μναιαίου — μναιαῖος of the weight of a masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μναιαίους — μναιαῖος of the weight of a masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»