-
1 τρῆμα
τρῆμα, ατος, τό (τετραίνω ‘bore through’; Aristoph., Hippocr., Pla.+; PRyl 21 Fgm. 3 II, 5 [I B.C.]; EpArist 61=Jos., Ant. 12, 66) opening, hole τρῆμα ῥαφίδος eye of a needle Mt 19:24 v.l. (for τρύπημα). Mk 10:25 v.l. (for τρυμάλια). Also τρῆμα βελόνης Lk 18:25. S. the lit. under κάμηλος, κάμιλος, τρυμαλιά.—DELG s.v. τετραίνω. M-M. -
2 τρήμα
-
3 τρῆμα
-
4 τρῆμα
-
5 τρημα
-
6 τρῆμα
-
7 τρῆμα
τρῆμα, τό, das Durchbohrte, Loch, Öffnung; bes. die Löcher od. Punkte der Würfel -
8 τρήμα
το дыра -
9 τρήμα
foramenΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τρήμα
-
10 παρά-τρημα
παρά-τρημα, τό, = παράρτημα, f. L.
-
11 διά-τρημα
διά-τρημα, τό, das Durchbohrte, Loch, Schol. Luc. Pisc. 10.
-
12 τρήμας
τρήμᾱς, τρήμηfem acc plτρήμᾱς, τρήμηfem gen sg (doric aeolic) -
13 τρήματ'
τρή̱ματα, τρῆμαperforation: neut nom /voc /acc plτρή̱ματι, τρῆμαperforation: neut dat sgτρή̱ματε, τρῆμαperforation: neut nom /voc /acc dual -
14 τρημη
-
15 τρημ'
-
16 τρῆμ'
-
17 πύελος
πύελος, ἡ (nach Buttm. von πλύνω, für πλύελος, wie ἔκπαγλος von ἐκπλαγῆναι), Trog, Wanne, woraus Gänse fressen, Od. 19, 553; Badewanne, Ar. Equ. 1060; Vesp. 141 πυέλου τρῆμα, der Ort, wo der Ofen die Badestube mit der Badewanne heizte, u. öfter, Pax 843; Pol. 30, 20, 3 u. Luc. Lexiph. 5; vgl. Poll. 7, 168. – Später auch der Sarg, übh. alles wannenartig ausgehöhlte hölzerne Geräth. – Spätere Form war πύαλος, Lob. Phryn. 309. – [Υ ist bei Hom. u. den En. lang, bei Ar. u. den Attikern kurz.]
-
18 συῤ-ῥήγνῡμι
συῤ-ῥήγνῡμι (Nebenformen συῤῥηγνύω, συῤῥάσσω, s. ῥήγνυμι), zerreißen, zerbrechen, zersprengen, zerschmettern; übertr., κακοῖσι συνέῤῥηκται, er ist von Leiden, vom Unglück gebrochen, Od. 8, 137; συῤῥήξασ' εἰς ἓν ἅπαντα, Ar. Eccl. 674; zusammenschmettern, zwischen Mehrern Etwas zum Ausbruch bringen, vom lauten Getöse, Kriege, Plut. stoic. repugn. 33. – Pass. u. perf. act. zerreißen, zerplatzen, zum Ausbruch kommen, οὐ μέντοι ὅγε πόλεμός πω ξυνεῤῥώγει Thuc. 1, 66, u. Folgde, κραυγὴ συνεῤῥήγνυτο πανταχόϑεν ἄσημος, von allen Seiten brach ein dumpfes Geschrei los, Plut. Arat. 21; feindlich an einander gerathen, bes. in der Schlacht, Plut. Caes. 45 u. D. Cass.; von Flüssen, brausend zusammenfließen, Ὕλλος συῤῥήγνυσι ἐς τὸν Ἕρμον, Her. 1, 80; vgl. D. Sic. 17, 98; auch αἰδοῖον συνεῤῥωγὸς εἰς ἓν τρῆμα τὸ ἐξωτάτω, Arist. H. A. 1 E.
-
19 τρημάτιον
-
20 τρήμη
См. также в других словарях:
τρῆμα — perforation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρήμα — το / τρῆμα, ΝΜΑ οπή, τρύπα νεοελλ. 1. ονομασία διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν σχήμα οπής («ωοειδές τρήμα») 2. φρ. «τρήματα βάσης κρανίου» τρήματα στην περιοχή τής βάσης τού κρανίου από τα οποία εισέρχονται ή εξέρχονται αγγεία και νεύρα… … Dictionary of Greek
τρήμας — τρήμᾱς , τρήμη fem acc pl τρήμᾱς , τρήμη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυροειδής — Ιατρικός όρος που αναφέρεται σε διάφορα ανατομικά στοιχεία που έχουν σχέση με το θ. τρήμα του ανώνυμου oστού. Το θ. τρήμα, που ονομάζεται επίσης ηβοϊσχιακό τρήμα, βρίσκεται στο κατώτερο μέρος του ανώνυμου οστού και πιο συγκεκριμένα ακριβώς κάτω… … Dictionary of Greek
μονοτρήματα — Μοναδική τάξη θηλαστικών χωρίς πλακούντα που αναπαράγονται με ωοτοκία. Στα ζώα αυτά, όπως και στα ερπετά και στα πουλιά, το πεπτικό έντερο και τα ουρογεννητικά όργανα εκβάλλουν σε μία κοινή κύστη, την αμάρα, που έχει ένα μόνο εξωτερικό άνοιγμα… … Dictionary of Greek
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek
τρήματ' — τρή̱ματα , τρῆμα perforation neut nom/voc/acc pl τρή̱ματι , τρῆμα perforation neut dat sg τρή̱ματε , τρῆμα perforation neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Crema — Saltar a navegación, búsqueda El término crema hace referencia a: La diéresis, (del griego τρῆμα o τρημα, «perforación, orificio», tal vez influido por crema) un signo diacrítico consistente en dos puntos ( ¨ ). Crema, localidad italiana de la… … Wikipedia Español
Diaeresis (diacritic) — Ä ä Ǟ ǟ Ë ë Ḧ ḧ Ï ï … Wikipedia
βελονομαστοειδής — ές ανατ. φρ. «βελονομαστοειδές τρήμα» τρήμα ανάμεσα στη βελονοειδή και μαστοειδή απόφυση, μέσα από το οποίο περνά το προσωπικό νεύρο … Dictionary of Greek
ρηγματώδης — ες / ῥηγματώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥῆγμα, ατος] 1. όμοιος με ρήγμα 2. αυτός που έχει ρήγματα («ρηγματώδης επιφάνεια») νεοελλ. φρ. «ρηγματώδη τρήματα» ανατ. οπές τής βάσης τού κρανίου μεταξύ λιθοειδούς και σφηνοειδούς οστού πρόσθιο ρηγματώδες τρήμα για τη … Dictionary of Greek