-
1 μνηστήρεσσι
μνηστήρwooer: masc dat pl (epic aeolic) -
2 ἀέθλιον
ἀέθλιον, τό, ep. u. Ion., eigentl. neutr. adject. von ἄεϑλος ἄεϑλον, auf homerische Art für das substant. gebraucht; Kampfpreis, Il. 23, 537 ἀλλ' ἄγε δή οἱ δῶμεν ἀέϑλιον, 9, 124 ἵππους πηγοὺς ἀϑλοφόρους, οἳ ἀέϑλια ποσσὶν ἄροντο, 127 ὅσσα μοι ἠνείκαντο ἀέϑλια μώνυχες ἵπποι; der Wettkampf selbst, Od. 8, 108 ἀέϑλια ϑαυμανέοντες, 21, 4 τόξον μνηστήρεσσι ϑέμεν πολιόν τε σίδηρον ἐν μεγάροις Ὀδυσῆος, ἀέϑλια καὶ φόνου ἀρχήν, vgl. 24, 169; Kampfgeräthe, Od. 21, 62 τῇ δ' ἄρ' ἅμ' ἀμφίπολοι φέρον ὄγκιον, ἔνϑα σίδηρος κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός, ἀέϑλια τοῖο ἄνακτος, vgl. 117. – Auch sp. D., wie Ap. Rh. 1, 997.
-
3 μνηστήρ
A wooer, suitor, freq. in Od. of the suitors of Penelope, 1.91, al., cf. Pi.P.9.106, Th.1.9, S.Tr. 9, 15: c. gen.,παιδὸς τῆς ἐμῆς μ. Hdt.6.130
;γάμων μ. A.Pr. 740
: metaph., μ. ἀγώνων, πολέμου, στεφάνων, Pi.P.12.24,N.1.16,Fr.19;καλοῖς ἔργοις ὧν μνηστῆρα τὸν κίνδυνον εἶναι J.AJ17.6.2
.II Μναστήρ, ὁ, a month at Messene, IG5(1).1447 (iii/ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μνηστήρ
-
4 παραπείθω
A- πείσω Com.Adesp.25.17
D. (dub.): [dialect] Ep.[tense] aor. παρ- or παραι-πέπῐθον :—win by persuasive arts, prevail upon, Il. 24.208 ;Πηλείωνα.. σπουδῇ παρπεπιθόντες 23.37
, cf. 606, Od.24.119 ; freq. with a notion of deceit or guile, beguile, cajole,ὅς μ' ἄγε παρπεπιθὼν ᾗσι φρεσί Od. 14.290
: c. acc. et inf.,μή σε ἔπεσσι παραιπεπίθῃσιν Ὀδυσσεὺς μνηστήρεσσι μάχεσθαι 22.213
;παράπεισον.. ἐλθεῖν.. Ἰσμηνόν E. Supp.60
(lyr.):—rare in Prose, μή πῃ πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας.. παραπείσῃ may cajole us, Pl.Lg. 892d, cf. Nic.Dam.130.24J. :—[voice] Pass., παραπεπεῖσθαι to be beguiled into doing a thing, Arist.LI 969b17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπείθω
-
5 ἀγινέω
ἀγῑνέω, lengthd. [dialect] Ep. and [dialect] Ion. (also later [dialect] Dor., v. sub fin.) form of ἄγω, mostly used in [tense] pres. and [tense] impf. (with or without augm. in Hom.); inf. [tense] pres.Aἀγινέμεναι Od.20.213
: [tense] impf.ἀγίνεσκον Od.17.294
(ἠγίνεσκον Arat.111
): [tense] fut.ἀγινήσω h.Ap.57
, 249, al.:—lead, bring,νύμΦας.. ἠγίνεον ἀνὰ ἄστυ Il.18.493
;μῆλον ἀ. Od.14.105
;ἀ. αἶγας μνηστήρεσσι 22.198
;ἀγίνεον ἄσπετον ὕλην Il.24.784
; freq. of offerings, dedications, etc.,δῶρα ἀγίνεον Hdt.3.89
, cf. 93,97, etc., Hp.Ep.27, Herod. 4.87, Call.Iamb.1.251, AP6.75 (Paul. Sil.);πλοῦτον ἀ. εἰς ἀρετήν Crates Theb.10.8
;ληιάδας ἀ.
lead captive,A.R.
1.613;ἄνθεα τοσσάπερ ὧραι ποικίλ' ἀγινεῦσι Call.Ap.82
; τέτρατον ἦμαρ ἀ., of the moon, Arat.792; keep, observe,παιγνίην Herod.3.55
:—[voice] Med., cause to be brought,ἐς τὸ ἱρὸν ἀγινεόμενος γυναῖκας Hdt.7.33
:—[voice] Pass., Arr.Ind. 32.7; ap. Stob. 4.1.94.
См. также в других словарях:
μνηστήρεσσι — μνηστήρ wooer masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκέρδεια — και πολυκερδία, ἡ, ΝΑ [πολυκερδής] η ιδιότητα τού πολυκερδούς αρχ. η μεγάλη πανουργία («ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγεν τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek