-
1 μνησί-τοκος
μνησί-τοκος, des Gebärens eingedenk, es nicht unterlassend, also fruchtbar, Hippocr.
-
2 μνησίτοκος
μνησῐ-τοκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μνησίτοκος
-
3 μνησίτοκος
μνησί-τοκος, des Gebärens eingedenk, es nicht unterlassend, also fruchtbar
См. также в других словарях:
τελεσσίτοκος — και τελεσίτοκος, ον, Α τελειοτόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. μνησί τοκος, με διπλασιασμό τού σ για διευθέτηση μετρικών αναγκών] … Dictionary of Greek
μνησίτοκος — μνησίτοκος, ον (Α) καρποφόρος, γόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι , σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. λυσί τοκος] … Dictionary of Greek