-
1 μνησίτοκος
μνησῐ-τοκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μνησίτοκος
См. также в других словарях:
τελεσσίτοκος — και τελεσίτοκος, ον, Α τελειοτόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. μνησί τοκος, με διπλασιασμό τού σ για διευθέτηση μετρικών αναγκών] … Dictionary of Greek
μνησίτοκος — μνησίτοκος, ον (Α) καρποφόρος, γόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι , σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. λυσί τοκος] … Dictionary of Greek