Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μιᾷ

  • 121 κακοθυμίας

    κακοθῡμίᾱς, κακοθυμία
    malevolence: fem acc pl
    κακοθῡμίᾱς, κακοθυμία
    malevolence: fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > κακοθυμίας

  • 122 καπιθυμίας

    ἐπιθῡμίᾱς, ἐπιθυμία
    desire: fem acc pl
    ἐπιθῡμίᾱς, ἐπιθυμία
    desire: fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > καπιθυμίας

  • 123 κἀπιθυμίας

    ἐπιθῡμίᾱς, ἐπιθυμία
    desire: fem acc pl
    ἐπιθῡμίᾱς, ἐπιθυμία
    desire: fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > κἀπιθυμίας

  • 124 καταθυμία

    καταθῡμίᾱ, καταθύμιος
    in the mind: fem nom /voc /acc dual
    καταθῡμίᾱ, καταθύμιος
    in the mind: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > καταθυμία

  • 125 καταθυμίας

    καταθῡμίᾱς, καταθύμιος
    in the mind: fem acc pl
    καταθῡμίᾱς, καταθύμιος
    in the mind: fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > καταθυμίας

  • 126 μικροφιλοτιμία

    μῑκροφιλοτῑμίᾱ, μικροφιλοτιμία
    petty ambition: fem nom /voc /acc dual
    μῑκροφιλοτῑμίᾱ, μικροφιλοτιμία
    petty ambition: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > μικροφιλοτιμία

  • 127 μιάνη

    μιά̱νῃ, μιαίνω
    stain: aor subj mid 2nd sg (attic doric)
    μιά̱νῃ, μιαίνω
    stain: aor subj act 3rd sg (attic doric)

    Morphologia Graeca > μιάνη

  • 128 μιάνῃ

    μιά̱νῃ, μιαίνω
    stain: aor subj mid 2nd sg (attic doric)
    μιά̱νῃ, μιαίνω
    stain: aor subj act 3rd sg (attic doric)

    Morphologia Graeca > μιάνῃ

См. также в других словарях:

  • μία — και μια, μιας, θηλ. του αριθμ. ένας: Τη συνάντησα μια μέρα τυχαία στο δρόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μία — και μια, η (ΑΜ μία) θηλ. τού ένας (εἷς) νεοελλ. 1. θηλ. τού απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια τής μονάδας 2. θηλ. τού αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα 3. (θηλ. τής αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα)… …   Dictionary of Greek

  • μία — εἷς sem fem nom/voc sg (epic) μίᾱ , εἷς sem fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιᾷ — εἷς sem fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ. — См. Одна ласточка весны не делает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ένας, ο, μία, η — και μια, η, ένα, το αριθμ. απόλ. κλιτό 1. εκφράζει την έννοια της μονάδας: Ύψος ενός μέτρου. 2. μοναδικός: Ένας, αλλά λέοντας. 3. ο ίδιος: Μια μάνα μας γέννησε. 4. (αόριστο άρθρ.), κάποιος: Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. 5. για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χίλιες και μία νύχτες — Συλλογή παραμυθιών σε αραβική γλώσσα –γνωστή στην Ελλάδα περισσότερο ως Χαλιμά– της οποίας ο πρώτος πυρήνας ήταν γνωστός από τον 9o αι.: μια σειρά διηγημάτων ινδικής καταγωγής πέρασε στον πολιτισμό της εποχής των Αββασιδών και την εποχή εκείνη… …   Dictionary of Greek

  • Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. — φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. См. Одна думка одно и сердце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. — φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. См. Одна думка одно и сердце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τῇ δε μίᾳ τῶν σαββάτων. — См. Во едину от суббот …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δνοῖν τήμασιν. — См. Половина! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»