-
1 ΜΙΣος
ΜΙΣος, τό, Haß, Feindschaft; δικάζεις φυγὴν ἐμοὶ καὶ μῖσος ἀστῶν, Aesch. Ag. 1387; τὸν σφῷν τὸ δεινὸν μῖσος ἐμβεβληκότα, Soph. O. C. 1394; τὸ Τροίας μῖσος ἀναφέρων πατρί, Eur. Or. 432. Auch der verhaßte Gegenstand, der Abscheu einflößt; Aesch. Ag. 1385; Soph. Phil. 979 Ant. 756; Eur. Med. 1323; Thuc. 1, 103. Μ, ἔχειν τινός, Jem. hassen, 4, 128; μῖσος ἔχειν πρός τινος, gehaßt werden von Einem, Plat. Legg. III, 691 d; καὶ ἔχϑραι, XI, 935 a; μίση καὶ μάχας ἐν ἀλλήλοις παρέχει, Rep. I, 351 d; Folgde, ἐν μίσει εἶναι, Pol. 7, 3, 2; auch μῖσος ἔχειν παρά τινος, Luc. adv. ind. 16.
-
2 μῖσος
A hate, hatred:I [voice] Pass., hate borne one, A.Ag. 1413, etc.;μ. ἐμποιεῖν Pl.R. 351d
; μ. ἔχειν πρός τινος incur a man's hatred, Id.Lg. 691d;μ. φέρεσθαι And.2.9
.2 [voice] Act., hate felt against another, grudge,τὸ Τροίας μ. ἀναφέρων πατρί E.Or. 432
, cf. Th.4.128;μῖσος ἐντέτηκέ μοι S.El. 1311
, cf. Pl.Mx. 245d;ἔχθρα καὶ μ. ἀλλήλων X.Mem.3.5.17
;μισεῖν τινα μῖσος ἐξαίσιον Aristaenet.1.22
. -
3 μίσος
-
4 μῖσος
-
5 μῑσος
μῑσος, τό, Hass, Feindschaft. Auch der verhasste Gegenstand, der Abscheu einflößt; ἔχειν τινός, Jem. hassen; μῖσος ἔχειν πρός τινος, gehasst werden von einem -
6 μισος
- εος τό1) ненависть, отвращение(μίση τε καὴ ἔχθραι Plat.)
ὑπὸ μίσους Arph. — из ненависти2) предмет ненависти или отвращенияὦ μ.! Soph. — ах ты ужасный человек!;
-
7 μῖσος
μῖσος, ους, τό (Aeschyl. et al.; Vett. Val. 242, 25; POslo 15, 14 [II A.D.] Mag. text; LXX; Test12Patr; Jos., Bell. 5, 556; Just., D. 14, 2) hate ἀγάπη στραφήσεται εἰς μ. affection will be turned into animosity D 16:3. Personif. Hs 9, 15, 3. S. μισέω.—B. 1132. DELG s.v. μισέω. TW. -
8 μισός
η, ό половинный;μισή ώρα — полчаса;
μισή στροφή — полуоборот;
εμεινε μισός — или. έχει γίνει μισός από την... — он сильно похудел от...; — от него осталась половина;
αφήνω τη δουλειά μισή — оставить работу незаконченной;
η μισή δουλειά έγινε — работа наполовину сделана;
§ μισό και μισό — или μισά και μισά — наполовину, пополам;
τό γάλα είναι μισό και μισό — молоко наполовину разбавлено водой;
μισός άνθρωπος — инвалид;
μισές δουλειές κάνεις — ты не доделываешь до конца;
με μισό παπούτσι — почти босой
-
9 μίσος
-
10 μισός
[мисос] επ. половинныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μισός
-
11 μίσος
[мисос] ουσ. о. ненавистьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μίσος
-
12 μῖσος
-ους + τό N 3 0-2-2-8-0=12 2 Sm 13,15(bis); Jer 24,9; Ez 23,29; Ps 24 (25),19hate, hatred (felt against) -
13 μισός
[мисос] επ половинный. -
14 μίσος
[мисос] ουσ ο ненависть. -
15 μίσος
haine -
16 μίσος
nienawiść (f) rzecz. -
17 μίσος
nenávist -
18 μισός
halfΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μισός
-
19 μίσος
1) hate2) hatred3) rancourΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μίσος
-
20 φιλό-μῑσος
φιλό-μῑσος, gern, leidenschaftlich hassend, adv. φιλομίσως, Hesych.
См. также в других словарях:
μῖσος — hate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισός — ή, ό (Μ μισός, ή, όν) αυτός που αποτελεί το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ήμισυς νεοελλ. 1. ασυμπλήρωτος, ατελής, ελλιπής, λειψός, κολοβός («μισές δουλειές έκανες πάλι») 2. φρ. α) «μισό μισό» ή «μισό και μισό» ανακατωμένο ή … Dictionary of Greek
μίσος — το (ΑΜ μῑσος) 1. έχθρα* 2. αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια προς κάποιον αρχ. αντικείμενο μίσους, μισητό πράγμα, μίσημα («ἄγεε τὸ μῑσος, ὡς κατ ὄμματ αὐτίκα παρόντι θνήσκῃ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μισῶ] … Dictionary of Greek
μίσος — το 1. η απέχθεια και η εχθρότητα προς κάποιον του οποίου το κακό επιθυμείς: Ένιωθε μίσος για τη μητριά της. 2. μεγάλη αποστροφή προς κάτι: Έχει μίσος για τα ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισός — ή, ό 1. το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός όλου: Πήρα μισό κιλό τυρί. 2. ατελής, λειψός, ανολοκλήρωτος: Πάντα κάνει μισές δουλειές. 3. φρ., «μισός άνθρωπος», ανάπηρος, σακάτης· «με μισό μάτι», με επιφύλαξη· «Είναι μισή μερίδα», είναι μικροκαμωμένος· … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
φιλομίσως — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με μεγάλο μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *φιλόμισος (< φιλ(ο) * + μισος [< μῖσος], πρβλ. φανερό μισος) + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ненависть — НЕНАВИСТ|Ь (104), И с. Ненависть: боле вьсего ѥсть зъла˫а ненависть братьнѧ. (ἡ μισαδελφία) Изб 1076, 188; по повиньномѹ бо и вина вс˫ако. и ненависть (τὸ... βδελυκτόν) ЖФСт XII, 110; падени˫а же таковыѧ части. сѹть всѣмъ ˫авѣ зависть. ненависть … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… … Dictionary of Greek
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
μισανθρωπία — η (ΑΜ μισανθρωπία) [μισάνθρωπος (Ι)] το να αισθάνεται κανείς μίσος προς τους ανθρώπους, η εχθρότητα, η αποστροφή προς τους ανθρώπους νεοελλ. το να αποφεύγει κανείς τη συναναστροφή με τους ανθρώπους από μίσος, το παράλογο μίσος προς τους ανθρώπους … Dictionary of Greek