-
1 нанимать
-
2 нанимать
наниматьнесов, нанять сов1. (помещение и т. п.) ἐνοικιάζω, πιάνω·2. (рабочую силу) προσλαμβάνω ἐργάτες, μισθώνω:\нанимать на работу μισθώνω. -
3 набрать
-беру, -бершь, παρλθ. χρ. набрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набранный, βρ: -ран, -а, κ. -набратьа-оρ.σ.μ.1. (ποσοτικά κ. βαθμιαία) συνάζω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω περισυλλέγω•набрать корзину грибов μαζεύω ένα καλάθι μανιτάρια.
2. παίρνω, γεμίζω εφοδιάζομαι•набрать воды παίρνω νερό.
|| δέχομαι•набрать заказов παίρνω παραγγελίες.
3. προσλαμβάνω•набрать рабочих προσλαμβάνω εργάτες.
|| στρατολογώ επιστρατεύω συγκροτώ μισθώνω•набрать армию συγκροτώ στρατό•
труппу συγκροτώ (μισθώνω) θίασο•
набрать отряд συγκροτώ τμήμα.
4. συνθέτω, συναρμολογώ, κατασκευάζω. || παίρνω, επιλέγω•набрать номер телефона παίρνω τον αριθμό του τηλεφώνου.
|| επαυξαίνω•набрать скорость αυξαίνω (παίρνω) ταχύτητα, επιταχύνω.
(τυπγρ.) στοιχειοθετώ.1. συνάζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. μτφ. παίρνω, αντλώ, βρίσκω κάνω•набрать сил παίρνω δύναμη•
набрать смелость παίρνω θάρρος•
набрать терпение κάνω υπομονή.
3. αποκτώ, λαβαίνω, δέχομαι•набрать тифу παίρνω τύφο (αρρωσταίνω από τύφο).
|| δοκιμάζω, υποφέρω.4. εξευρίσκω•где мне деньги набрать που να τα βρώ (ή να πάρω) χρήματα.
5. μεθώ, κουτσοπίνω.εκφρ.набрать духу – εμψυχώνομαι, εμψυχώνω τον εαυτό μου•набрать ума (разума) – λογικεύομαι, ορθοφρονώ βάζω γνώση, μυαλό. -
4 нанять
найму, наймшь, παρλθ. χρ. нанял, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нанявший, μτχ. παρλθ. χρ. нанятый, βρ: -нят, -а, -оρ.σ.μ.1. μισθώνω, προσλαμβάνω, παίρνω•нанять рабочих μισθώνω εργάτες.
2. (ε)νοικιάζω, παίρνω δίνοντας ενοίκιο•нанять квартиру νοικιάζω διαμέρισμα.
μισθώνομαι. -
5 подрядить
ρ.σ.μ. παίρνω, μισθώνω, εργολα-βώ•подрядить плотников и каменщиков μισθώνω μαραγκούς και χτίστες.
επιχειρώ, αναλαβαίνω, παίρνω εργολαβία•подрядить на постройку здания ανάλαβαίνω εργολαβικά το χτίσιμο της οικοδομής.
υποχρεώνομαι•они -лись возить дрова αυτοί υποχρεώθηκαν να μεταφέρουν καυσόξυλα.
-
6 арендовать
ενοικιάζω, (εκ)μισθώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > арендовать
-
7 аренда
аренд||аж1. ἡ ἐκμίσθωση [-ις], ἡ ἐνοικίαση [-ις] (помещения) / τό πάκτωμα (земли):сдава́ть в \арендау ἐκμισθώνω, ἐνοικιάζω σέ κάποιον брать в \арендау μισθώνω, παίρνω μέ ἐνοίκιο, ἐνοικιάζω;2. (арендная плата) τό ἐνοίκιο, τό νοίκι (за помещение)^ πάκτωμα (за землю). -
8 вербовать
верб||ова́тьнесов στρατολογώ/ προσελκύω, προσηλυτίζω (в какую-л. организацию)! μισθώνω (тк. рабочую силу). -
9 внаем
внаем, внаймынареч:брать \внаем ενοικιάζω, (έκ)μισθώνω, προσλαμβάνω, πιάνω· сдавать \внаем δίνω γιά νοίκιασμα, νοικιάζω· сдается \внаем ἐνοικιάζεται. -
10 внаймы
внаем, внаймынареч:брать \внаймы ενοικιάζω, (έκ)μισθώνω, προσλαμβάνω, πιάνω· сдавать \внаймы δίνω γιά νοίκιασμα, νοικιάζω· сдается \внаймы ἐνοικιάζεται. -
11 набирать
набиратьнесов1. μαζεύω, μαζώνω, συναθροίζω / γεμίζω (воду, воздух):\набирать горючее ἐφοδιάζομαι μέ καύσιμα·2. (производить набор куда-л.) ἐγγράφω (учащихся)/ προσλαμβάνω, μισθώνω (рабочих)! στρατολογώ, ἐπιστρατεύω (вармию):\набирать учеников ἐγγράφω μαθητές·3. полигр. στοιχειοθετώ· ◊ \набирать номер (телефона) παίρνω τόν ἀριθμό (τηλεφώνου)· \набирать скорость ἀνοίγω ταχύτητα· \набирать высоту́ ἀνυψώνομαι, παίρνω δψος. -
12 откупать
откупатьнесов, откупить сов уст. μισθώνω \откупаться ἐξαγοράζω/ ἀπελευθερώνομαι (на волю). -
13 прокат
прокат I ж τό νοίκιασμα, ἡ ἐνοικίαση[-ις]:брать на \прокат παίρνω μέ νοίκι, νοικιάζω, μισθώνω· давать на \прокат δίνω μέ ἐνοίκιο, νοικιάζω σέ κάποιον, ἐκμισθώνω· плата за \прокат τό νοίκι· \прокат фильмов τό νοίκιασμα τῶν κινηματογραφικών ταινιών.прокат IIм тех.1. (действие) ἡ ἐλασματοποίηση·2. (изделия) τά ἐλάσματα -
14 снимать
сниматьнесов1. βγάζω, ἀφαιρώ; \снимать шля́пу βγάζω τό καπέλλο· \снимать чулки ξε-καλτσώνομαι· \снимать ботинки ξεπαπουτσώνο-μαι· \снимать платье βγάζω τό φόρεμα μου· \снимать засо́в ξεμανταλώνω· \снимать пену παίρνω τόν ἀφρό, ξαψρίζω· \снимать сли́вки βγάζω τήν κρέμα, παίρνω τό καΐμάκν \снимать корабль с мели βγάζω (или τραβώ) τό καράβι ἀπό τήν ξέρα·2. (урожай и т. ἡ.) σοδιάζω, μαζεύω, συγκομίζω·3. (воспроизводить, скопировать):\снимать копию παίρνω (или βγάζω) ἀντίγραφο· \снимать мерку с кого-л., с чего-л. παίρνω τά μέτρα·4. (делать снимки) φωτογραφώ, φωτογραφίζω, βγάζω κάποιον φωτογραφία:\снимать фильм γυρίζω ταινία·5. (нанимать\сниматьо квартире и т. ἡ.) μισθώνω, (έ)νοικιάζω·6. (отменять) λύνω, αίρω:\снимать осаду λύνω τήν πολιορκία· \снимать блокаду αίρω τόν ἀποκλεισμό· \снимать арест с чего́-л. αίρω τήν κατάσχεση· \снимать вопрос с повестки дня ἀποσύρω τό ζήτημα ἀπ' τήν ἡμερήσια διάταξη· \снимать свое предложение ἀποσύρω τήν πρόταση μου·7. (освобождать, лишать) ἀπολύω, παύω:\снимать с работы παύω ἀπ' τή δουλειά, ἀπολύω ἀπ' τή δουλειά· ◊ \снимать с учета διαγράφω κάποιον· с себя ответственность ἀπαλλάσσομαι ἀπ' τήν εὐθύνη· \снимать с кого-л. показания юр. ἀνακρίνω κάποιον, παίρνω κατάθεση· как рукой сняло́ разг πέρασε ὁλότελα. -
15 откупать
[ατκουπάτ"] ρ. μισθώνω -
16 откупать
[ατκουπάτ"] ρ μισθώνω -
17 арендовать
-дую, -дуешь, ρ.δ.κ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. арендованный, βρ: -ван, -а, -о(ε)νοικάζω, μισθώνω, παίρνω με ενοίκιο.(ε)νοικιάζομαι, μισθώνομαι. -
18 вербовать
-бую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вербованный, βρ: -ван, -а, -о, ρ.δ.μ.στρατολογώ εργάτες, συνεργάτες κλπ., μισθώνω• προσηλυτίζω.στρατολογούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
19 внаём
κ. внаймы, επίρ.με ενοίκιο•отдавать внаём εκμισθώνω, ενοικιάζω•
брать внаём μισθώνω, ενοικιάζω•
отдаваться внаём εκμισθώνομαι, ενοικιάζομαι•
сдается внаём ενοικιάζεται.
-
20 дача
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μισθώνω — μισθώνω, μίσθωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μισθώνω — (ΑΜ μισθῶ, όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) [μισθός] 1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα» 2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι,… … Dictionary of Greek
μισθώνω — μίσθωσα, μισθώθηκα, μισθωμένος 1. προσλαμβάνω κάποιον πληρώνοντας μισθό: Μίσθωσε δυο πωλητές για την περίοδο των εκπτώσεων. 2. χρησιμοποιώ ακίνητο πληρώνοντας μίσθωμα, ενοικιάζω: Μίσθωσε ένα δωμάτιο για γραφείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωγιάζω — 1. δίνω, παρέχω υποζύγιο επ’ αμοιβή, μισθώνω 2. παίρνω ζώο με αγώγι, μισθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἀγώγιον κατά το ενοικιάζω. ΠΑΡ. αγώγιασμα, αγωγιαστήριο] … Dictionary of Greek
αναμισθώνω — (Α ἀναμισθοῡμαι, όομαι) 1. (για ιδιοκτήτες) μισθώνω εκ νέου, δίνω πάλι κάτι παίρνοντας ενοίκιο, ξαναμισθώνω 2. (για ενοικιαστές) νοικιάζω πάλι, παίρνω κάτι ξανά δίνοντας ενοίκιο, ξανανοικιάζω (στα αρχ. σε χρ. το παθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + μισθώνω … Dictionary of Greek
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
(ε)νοικιάζω — (ε)νοίκιασα, (ε)νοικιάστηκα, (ε)νοικιασμένος, μτβ. 1. μισθώνω, παίρνω κάτι με ενοίκιο ως ενοικιαστής, ως νοικάρης, το πιάνω: Ήρθα με νοικιασμένο αυτοκίνητο. 2. εκμισθώνω κάτι ιδιόκτητο σε ξένο με ενοίκιο: Νοίκιασα το διαμέρισμά μου σε υπάλληλο. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενοικιάζω — και νοικιάζω (Μ ἐνοικιάζω και νοικιάζω [ενοίκιον] 1. παρέχω ως ιδιοκτήτης κάτι με ενοίκιο, εκμισθώνω 2. παίρνω ως ενοικιαστής κάτι με ενοίκιο, μισθώνω 3. (για τα ενοικιαζόμενα) παρέχομαι, δίνομαι σε κάποιον με ενοίκιο … Dictionary of Greek
μίσθωμα — και μίστωμα, το (ΑΜ μίσθωμα) [μισθώνω] το συμφωνημένο χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο ενοικιαστής μισθωτής στον ιδιοκτήτη εκμισθωτή ως αντάλλαγμα για τη χρήση κινητού ή ακίνητου πράγματος, το ενοίκιο, η συμφωνημένη τιμή τής μίσθωσης (α. «το… … Dictionary of Greek
μεταμισθώνω — (Α μεταμισθῶ, όω) νεοελλ. ξανανοικιάζω, εξακολουθώ να παραμένω μισθωτής και μετά τη λήξη τής μίσθωσης, κατόπιν συμφωνίας ή με σιωπηρή παράταση αρχ. μισθώνω σε τρίτον ολόκληρο ή μέρος τού μισθίου στο οποίο είμαι ο ίδιος μισθωτής, υπενοικιάζω … Dictionary of Greek
μισθαρεύω — και μισταρεύγω και μισταρεύω (Μ) [μισθάριν] 1. μισθώνω 2. προσλαμβάνω υπηρέτη … Dictionary of Greek