Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μισθώνω

  • 21 законтрактовать

    -тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. законтрактованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    κλείνω σύμβαση. || μισθώνω, προσλαμβάνω•

    законтрактовать рабочих προσλαμβάνω εργάτες με σύμβαση.

    κλείνω σύμβαση• υποχρεώνομαι, από τη σύμβαση.

    Большой русско-греческий словарь > законтрактовать

  • 22 принанять

    ρ.σ.μ. μισθώνω συμπληρωματικά.

    Большой русско-греческий словарь > принанять

  • 23 рядить

    ряжу, рядишь κ. παλ. рядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ряженный, βρ: -жен, -а, -о;
    ρ.δ.μ.
    1. (παλ, κ. απλ.). ντύνω, στολίζω.
    2. (απλ.) ντύνω άλλο ένδυμα (ασυνήθιστο).
    ντύνομαι, στολίζομαι, φορώ τα γιορτινά.
    ряжу, рядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ряженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.δ.μ. παλ. μισθώνω, παζαρεύω την τιμή πρόσληψης σε εργασία.
    1. μισθώνομαι.
    2. αναλαβαίνω την εκπλήρωση της εργασίας.

    Большой русско-греческий словарь > рядить

  • 24 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

См. также в других словарях:

  • μισθώνω — μισθώνω, μίσθωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μισθώνω — (ΑΜ μισθῶ, όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) [μισθός] 1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα» 2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • μισθώνω — μίσθωσα, μισθώθηκα, μισθωμένος 1. προσλαμβάνω κάποιον πληρώνοντας μισθό: Μίσθωσε δυο πωλητές για την περίοδο των εκπτώσεων. 2. χρησιμοποιώ ακίνητο πληρώνοντας μίσθωμα, ενοικιάζω: Μίσθωσε ένα δωμάτιο για γραφείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγωγιάζω — 1. δίνω, παρέχω υποζύγιο επ’ αμοιβή, μισθώνω 2. παίρνω ζώο με αγώγι, μισθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἀγώγιον κατά το ενοικιάζω. ΠΑΡ. αγώγιασμα, αγωγιαστήριο] …   Dictionary of Greek

  • αναμισθώνω — (Α ἀναμισθοῡμαι, όομαι) 1. (για ιδιοκτήτες) μισθώνω εκ νέου, δίνω πάλι κάτι παίρνοντας ενοίκιο, ξαναμισθώνω 2. (για ενοικιαστές) νοικιάζω πάλι, παίρνω κάτι ξανά δίνοντας ενοίκιο, ξανανοικιάζω (στα αρχ. σε χρ. το παθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + μισθώνω …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • (ε)νοικιάζω — (ε)νοίκιασα, (ε)νοικιάστηκα, (ε)νοικιασμένος, μτβ. 1. μισθώνω, παίρνω κάτι με ενοίκιο ως ενοικιαστής, ως νοικάρης, το πιάνω: Ήρθα με νοικιασμένο αυτοκίνητο. 2. εκμισθώνω κάτι ιδιόκτητο σε ξένο με ενοίκιο: Νοίκιασα το διαμέρισμά μου σε υπάλληλο. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενοικιάζω — και νοικιάζω (Μ ἐνοικιάζω και νοικιάζω [ενοίκιον] 1. παρέχω ως ιδιοκτήτης κάτι με ενοίκιο, εκμισθώνω 2. παίρνω ως ενοικιαστής κάτι με ενοίκιο, μισθώνω 3. (για τα ενοικιαζόμενα) παρέχομαι, δίνομαι σε κάποιον με ενοίκιο …   Dictionary of Greek

  • μίσθωμα — και μίστωμα, το (ΑΜ μίσθωμα) [μισθώνω] το συμφωνημένο χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο ενοικιαστής μισθωτής στον ιδιοκτήτη εκμισθωτή ως αντάλλαγμα για τη χρήση κινητού ή ακίνητου πράγματος, το ενοίκιο, η συμφωνημένη τιμή τής μίσθωσης (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • μεταμισθώνω — (Α μεταμισθῶ, όω) νεοελλ. ξανανοικιάζω, εξακολουθώ να παραμένω μισθωτής και μετά τη λήξη τής μίσθωσης, κατόπιν συμφωνίας ή με σιωπηρή παράταση αρχ. μισθώνω σε τρίτον ολόκληρο ή μέρος τού μισθίου στο οποίο είμαι ο ίδιος μισθωτής, υπενοικιάζω …   Dictionary of Greek

  • μισθαρεύω — και μισταρεύγω και μισταρεύω (Μ) [μισθάριν] 1. μισθώνω 2. προσλαμβάνω υπηρέτη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»