-
1 μισγέμεναι
μίγνυμιmix: pres inf act (epic) -
2 μίσγω
μίσγω, = μίγνυμι, misceo, mischen, sowohl vom Mischen des Weins mit Wasser, κρητῆρι δὲ οἶνον ἔμισγον Il. 3, 270, οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ Od. 1, 110, als in den anderen unter μίγνυμι erwähnten Verbdgn; Hom. hat im praes. nur μίσγω; ἄνδρας μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι, Männer mit Unglück u. Schmerzen zusammenbringen, d. i. sie in Unglück versetzen, Od. 20, 203. – Med. sich mischen, unter andere Menschen, mit ihnen zusammenkommen, verkehren, umgehen; οὐδ' ἐς Ἀχαιοὺς μισγέσκετο, Il. 18, 216; gew. c. dat., ἀνδράσι, Od. 6, 288, ἀϑανάτοισιν, il. 24, 91; ὑπὲρ ποταμοῖο, über dem Strom zusammenkommen, 23, 73; πτωχὸν ἔσω μίσγεσϑαι ἐάσομεν, hereinkommen lassen, Od. 18, 49; im feindlichen Sinne, handgemein werden, absolut, τῶν μισγομένων γένετο ἰαχή, Il. 4, 256; bes. von leiblicher Vermischung im Beischlaf, ehelicher Gemeinschaft; vom Manne, ἀνήρ, ὃς ἐμίσγετο λάϑρῃ, der heimlichen Umgang mit ihr hatte, Od. 15, 430; ἵνα μίσγεαι ἐν φιλότητι γυναικί, Il. 2, 232; von Frauen, ἥγ' Εὐρυμάχῳ μισγέσκετο, Od. 18, 325, öfter; von Mann u. Frau, ἐμισγέσϑην φιλότητι, Il. 14, 295. Auch Pind., Δὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν, I. 7, 35. Einzeln bei den folgdn Dichtern, μίσγει δ' ὕδασιν τοῖς Ἀχελῴου, Soph. frg. 265. – Auch bei Her. die gew. Form, μίσγεσϑαι γυναιξί, 2, 64, γυναικὶ τράγος ἐμίσγετο, 2, 46, u. von der Frau, ἐμίσγετο ναυκλήρῳ, 1,. 5; auch Plat., ἐν ᾧ τὴν τοῦ παντὸς ψυχὴν κεραννὺς ἔμισγε, Tim. 41 d.
-
3 ἌΛΓος
ἌΛΓος, τό, der Schmerz, körperlich und geistig, Hom. oft, z. B. Iliad. 1, 2 μυρί' Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔϑηκεν, 2, 39 ϑήσειν γὰρ ἔτ' ἔμελλεν ἐπ' ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι, 2, 375 μοὶ Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν, 2, 721 κρατέρ' ἄλγεα πάσχων, 3, 97 ἄλγος ἱκάνει ϑυμὸν ἐμόν, 5, 384 χαλέπ' ἄλγε' ἐπ' ἀλλήλοισι τιϑέντες, 5, 394 μὶν ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος, 6, 462 σοὶ δ' αὖ νέον ἔσσεται ἄλγος, 9, 321 πάϑον ἄλγεα ϑυμῷ, 13, 346 ἀνδράσιν ἡρώεσσιν ἐτεύχετον ἄλγεα λυγρά, 18, 224 ὄσσοντο γὰρ ἄλγεα ϑυμῷ, 18, 395 μ' ἄλγος ἀφίκετο, 22, 53 ἄλγος ἐμῷ ϑυμῷ καὶ μητέρι, λαοῖσιν δ' ἄλλοισι μινυνϑαδιώτερον ἄλγος ἔσσεται, 24, 568 μή μοι μᾶλλον ἐν ἄλγεσι ϑυμὸν ὀρίνῃς, 24, 522 ἄλγεα δ' ἔμπης ἐν ϑυμῷ κατακεῖσϑαι ἐάσομεν, 24, 742 ἐμοὶ δὲ μάλιστα λελείψεται ἄλγεα λυγρά, Od. 1, 34 αὐτοὶ ὑπὲρ μόρον ἄλγε' ἔχουσιν, 2, 41 μάλιστα δέ μ' ἄλγος ἱκάνει, 2, 193 χαλεπὸν δέ τοι ἔσσεται ἄλγος, 2, 343 ἄλγεα πολλὰ μογήσας, 5, 84 δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἐρέχϑων, 5, 302 ἥ μ' ἔφατ' ἐν πόντῳ ἄλγε' ἀναπλήσειν, 6, 184 πόλλ' ἄλγεα δυσμενέεσσιν, χάρματα δ' εὐμενέτῃσι, 7, 212 τοῖσίν κεν ἐν ἄλγεσιν ἰσωσαίμην, 8, 182 ἔχομαι κακότητι καὶ ἄλγεσι, 9, 75 ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἔδοντες, 11, 279 τῷ δ' ἄλγεα κάλλιπ' ὀπίσσω πολλὰ μάλ', ὅσσα τε μητρὸς ἐρινύες ἐκτελέουσιν, 12, 427 Νότος, φέρων ἐμῷ ἄλγεα ϑυμῷ, 13, 90 μάλα πολλὰ πάϑ' ἄλγεα ὃν κατὰ ϑυμόν, 13, 319 ὅπως τί μοι ἄλγος ἀλάλκοις, 14, 32 ἀεικέλιον πάϑεν ἄλγος, 14, 310 ἔχοντί περ ἄλγεα ϑυμῷ, 15, 345 ὅν κεν ἵκηται ἄλη καὶ πῆμα καὶ ἄλγος, 15, 400 μετὰ γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ, 19, 330 τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε' ὀπίσσω, 19, 471 τὴν δ' ἅμα χάρμα καὶ ἄλγος ἕλε φρένα, 20, 203 μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι λευγαλέοισιν, 21, 88 ᾗ τε καὶ ἄλλως κεῖται ἐν ἄλγεσι ϑυμός, 25, 352 ἐμὲ Ζεὺς ἄλγεσι καὶ ϑεοὶ ἄλλοι ἱέμενον πεδάασκον ἐμῆς ἀπὸ πατρίδος αἴης. – Tragg. u. Sp. D.; selten in att. Prosa.
-
4 μιγνυμι
тж. μιγνύω и μίσγω (fut. μίξω, pf. μέμιχα; эп. 3 л. sing. aor. 2 med. ἔμικτο и μῖκτο или μίκτο; pass.: fut. μιχθήσομαι, fut. 2 μιγήσομαι, fut. 3 μεμίξομαι, aor. 1 ἐμίχθην, aor. 2 ἐμίγην, pf. μέμιγμαι; эп. inf. μιχθήμεναι и μιγήμεναι; эп. 2 л. conjct. μῐγήῃς - 3 л. pl. μιγέωσι)1) мешать, смешивать(οἶνον καὴ ὕδωρ, ἅλεσσι εἶδαρ Hom.; μέλι σὺν γάλακτι Pind.; γάλα τινί Aesch.; γῆν οὐρανῷ Plut.)
; pass. быть смешанным(κονίῃσι и ἐν κονίῃσι Hom.; ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον NT.)
μίσγεσθαι ἐς Ἀχαιούς Hom. — входить в толпу ахейцев;σύλλογος νέων καὴ πρεσβυτέρων μεμιγμένος Plat. — собрание, состоящее из молодых и стариков;ταύρου μεμίχθαι καὴ βροτοῦ διπλῇ φύσει Eur. ap. Plut. — иметь двойственную природу быка и человека ( о Минотавре)2) соединять, связыватьμῖξαι χεῖράς τε μένος τε Hom. — схватиться врукопашную;
μισγέμεναι τινὰ κακότητι καὴ ἄλγεσι Hom. — обрекать кого-л. на бедствия и скорбь;ξὺν κακοῖς μεμιγμένος Soph. — обреченный на страдания;μῖξαί τινα ἄνθεσι Pind. — украсить кого-л. цветами;πότμον μῖξαί τινι Pind. — принести кому-л. смерть;κλισίῃσι μιγήμεναι ἠδὲ νέεσσιν Hom. — прорваться до (ахейских) палаток и кораблей3) pass. быть соединенным или связанным, общаться(τινι Hom.)
μίξεσθαι ξενίῃ Hom. — быть связанным узами гостеприимства;ἐν αἱμακουρίαις μέμικται Pind. — он присутствует на гемакуриях;ἐν δαῒ или ἐν παλάμῃσι μιγῆναι Hom. — вступать в бой друг с другом;ἔσω μ. Hom. — проникнуть в дом;μ. ὑπὲρ ποταμοῖο Hom. — переправиться через реку;ἔμιχθεν στεφάνοις Pind. — они были увенчаны;ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν Pind. — они достигли почестей4) pass. (тж. μ. (ἐν) φιλότητι или εὐνῇ Hom., Hes.) вступать в любовную связь Hom.; ( о животных) спариваться(μίγνυται τῷ θήλει τὸ ἄρρεν Arst.)
-
5 μείγνυμι
μείγνυμι or [full] μίγνυμι, μ<ε> ίγνυσι Pl.Lg. 691e; imper. μ<ε> ίγνυ Id.Phlb. 63e:—also μ<ε> ιγνύω, Damox.2.60, Arist.HA 627a23, Thphr. Lap.53, etc.: [tense] impf. ἐμ<ε> ίγνυν, pl. ἐμ<ε>ίγνυσαν ( συν-) X.Cyr.8.1.46; poet. μ<ε> ίγνυον Pi.N.4.21: [tense] fut. μ<ε> ίξω Od.22.221 ( μετα-), S.OC 1047 (lyr.), Pl.Phlb. 64b: [tense] aor. ἔμ<ε> ιξα Archil.86, Pi.I.7(6).25, etc.; inf. μ<ε> ῖξαι Il.15.510: [tense] pf. μέμῐχα ( συμ-) Plb.16.10.1, 38.13.5: [tense] plpf. ἐμεμίχειν [pron. full] [ῐ] ( συν-) D.C.47.45:—[voice] Med. and [voice] Pass., [full] μ<ε>ίγνυμαι Pl. Phd. 113c: [tense] impf. ἐμ<ε>ίγνυντο (ἐπ-) Th.2.1: [tense] fut. μ<ε> ίξομαι Od.6.136, 24.314, μεμ<ε> ίξομαι Hes.Op. 179, μ<ε> ιχθήσομαι Aeschin.1.166 ( ἀνα-), Palaeph.13; alsoAμῐγήσομαι Il.10.365
: [tense] aor. 1 ἐμίχθη ib. 457, ἐμ<ε> ίχθην A.Supp. 295, Hdt.2.181, Ph.Bel.70.5, etc.; inf.μιχθήμεναι Il. 11.438
; but in Hom. and [dialect] Att. more commonly [tense] aor. 2 ἐμίγην [ῐ]; [dialect] Ep.μίγην Il.21.143
; inf.μιγήμεναι 15.409
,μιγῆν Parm.12.5
; both forms in Trag., μ<ε>ιχθῆναι A.l.c., al. (v. infr.),μιγῆναι Id.Pr.738
: [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.ἔμικτο Od.1.433
,μίκτο Il.11.354
, 16.813, A.R.3.1223; part. μίγμενος in trans. sense, Nic. Al. 574: [tense] aor. [voice] Med. ἐμ<ε> ιξάμην Thphr. CP3.22.3: [tense] pf.μέμιγμαι Il.10.424
, etc.; [ per.] 3pl. ἀνα-μεμ<ε> ίχαται Hdt.1.146: [tense] plpf.ἐμέμικτο Il.4.438
.—For the [tense] pres. and [tense] impf. Hom. and Hdt. always use μίσγω, which occurs once in Trag., S.Fr. 271 (anap.), never in Com., sts. in [dialect] Att. Prose, Th.6.104 ( προς-), Thphr.Sens.43; part. ; also [tense] impf.ἔμισγον Th.3.22
( προς-), Pl.Ti. l.c.; also in later Prose, Plb.9.8.9 ( προς-), 18.32.2, 31.17.5 ( συμ-), PTeb.12.7, 18, 26.3 ( συμ-, ii B. C.), etc.: [dialect] Ep. [tense] impf.ἐμισγέσκοντο Od. 20.7
. (In codd. usu. [pref] μι- in all tenses and derivs.; in Inscrr. and Pap. freq. [pref] μει-, e.g.μειγνύς Phld.Mus.p.13
K.,μειγνύμενος Limen.14
( 128/7 B.C.),ὀν-εμείχνυτο Sapph.Supp. 20c
.2 ( = pp.21,78 Lobel, ὀνεμίγνυτο ib. 20b.4): [tense] fut. inf. συν-μείσχι[ν] IG12.920 (vi B. C.): [tense] aor.συνέμειξα PPetr.2p.64
(iii B. C.); inf.συμ-μεῖξαι PEleph.29.11
(iii B. C.): [tense] pf. [voice] Pass.μέμειγμαι Phld.Vit.p.34
J.: [tense] aor. [voice] Pass.ἐμείχθην A.Fr.99.5
(Pap. of ii B. C.), E.Antiop.iv B 45 (Pap. of iii B. C.), Phld.Po.2.12; similarlyμεῖξις Id.Mus.p.65
K.; σύμ-μεικτος freq. in [dialect] Att. Inscrr., IG 22.1388.63 (iv B. C.), al.;μεικτός PCair.Zen.292.25
, al. (iii B. C.): [pref] μι- is found inσυνανα-μιγνύμενα Phld.D.3.9
,μιγνύωσι Id.Ir.p.41
K.: [tense] aor. inf. (Halasarna, late iii B. C.): [tense] pf. part. [voice] Pass. μεμιγμένος Wilcken Chr.198.12 (iii B. C.): [tense] aor. part. [voice] Pass.μιχθείς Pae.Erythr.5
(iv B. C. and ii A. D., v. l. μει- ii A. D.); similarlyσύμ-μικτος AJA31.350
(vase, v B. C.); the oldest forms were prob. μίσγω μείξω ἔμειξα μέμιγμαι ἐμίχθην (μίκτο) μεῖγμα μίξις μικτός (cf. the forms of τεύχω, φεύγω, etc.); the μει- forms already in v B. C. had encroached, and after 150 B.C. were freq. written μι- (i. e. μῑ-)):— mix, strictly of liquids,οἶνον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ Od.1.110
, etc.; also of a solid and liquid,θρόμβῳ δ' ἔμ<ε>ιξεν αἵματος φίλον γάλα A.Ch. 546
; of two solids,ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ Od.11.123
; alsoμ. ἐκ γῆς καὶ πυρός Pl.Prt. 320d
;μ<ε>ιγνὺς [ταῦτα] μετὰ τῆς οὐσιας Id.Ti. 35b
:—[voice] Med. for [voice] Act., AP7.44 ([place name] Ion), Nic.Th. 603:—[voice] Pass., v. infr. B.II generally, join, bring together, in various ways:1 in hostile sense, μ<ε>ῖξαι χεῖράς τε μένος τε join battle hand to hand, Il.15.510;μ<ε>ίξαντες.. Ἄρευα Alc.31
;Κόλχοισι βίαν μ. Pi.P.4.213
; χερσὶν ἐναντία χεῖρας ἔμ<ε> ιξεν A.R.2.78; Ἄρη μ<ε> ίξουσιν S.OC 1047 (lyr.):—[voice] Pass.,μ<ε>ιγνυμένου πολέμου Callin.1.11
.b in good sense, ἀλώπηξ καἰετὸς ξυνωνίην ἔμ<ε> ιξαν Archil.86.2 bring into connexion with, make acquainted with,ἄνδρας.. μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι Od.20.203
; Καδμεῖοί νιν.. ἄνθεσι μ<ε> ίγνυον covered him with flowers, Pi.N.4.21; reversely, ᾧ πότμον.. Ἄρης ἔμ<ε> ιξεν upon whom A. brought death, Id.l.7(6).25.B [voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med. μείξομαι (v. sub init.):—to be mixed up with, mingled among,προμάχοισιν ἐμίχθη Il.5.134
, etc.;ἐνὶ προμάχοισι μιγέντα Od.18.379
; [σῆμα] οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ 8.196
; ἐώλπει μ<ε>ίξεσθαι ξενίῃ hoped to hold intercourse in guest-friendship, 24.314;Τρώεσσιν ἐν ἀγρομένοισιν ἔμιχθεν Il.3.209
, cf. 10.180; ἐν ταῖς κακαῖσιν ἁγαθαὶ μεμ<ε> ιγμέναι E. Ion 399; hold intercourse with, live with, Od.7.247, etc.;ἐμίσγετο δαίμονι δαίμων Emp.59.1
;αἷς οὐ μ<ε>ίγνυται θεῶν τις A.Eu.69
: abs., hold intercourse,θάμ' ἐνθάδ' ἐόντες ἐμισγόμεθ' Od.4.178
.b to be mixed or compounded,μεμ<ε>ιγμένον μέλι σὺν γάλακτι Pi.N.3.77
;Κύπριδος ἐλπὶς.. μειγνυμένα Διονυσίοισι δώροις B.Scol.Oxy. 1361
Fr.1.9; σύλλογος νέων καὶ πρεσβυτέρων μεμ<ε> ιγμένος Pl.Lg. 951d, cf. E.Fr. 997;μεμ<ε>ιγμένην πολιτείαν ἐκ κακοῦ τε καὶ ἀγαθοῦ Pl.R. 548c
;ἔκ τε ταὐτοῦ καὶ θατέρου καὶ τῆς οὐσίας μ. Id.Ti. 35b
.2 to be brought into contact with, κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη his head wasrolled in the dust, Il.10.457, Od.22.329;ὅτ' ἐν κονίῃσι μιγείης Il.3.55
; οὐδ' ἔτ' ἔασε [ἔγχος].. μιχθήμεναι ἔγκασι φωτός she let not the spear reach them, 11.438;κλισίῃσι μιγήμεναι 15.409
; ἐς Ἀχαιοὺς μίσγετο went to join them, 18.216; ἔσω μίσγεσθαι to come among us in the house, Od.18.49; μίσγεσθαι ὑπὲρ ποταμοῖο to join the rest across the river, Il.23.73: freq. in Pi. in various senses, c. dat. (with or without ἐν), come to,ἔν τ' Ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν P.4.251
; Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσιν ib. 257; ἐν αἱμακουρίαις μέμικται is present at that feast, O.1.91; φύλλοις ἐλαιᾶν μιχθέντα, στεφάνοις ἔμιχθεν ([ per.] 3pl.), come to, i.e. win, the crown of victory, N.1.18, 2.22;μ. εὐλογίαις I.3.3
; μ. ἐν τιμαῖς ib.2.29; μ. θάμβει to be affected by amazement, N.1.56; also βροτοὶ ξὺν κακοῖς μεμ<ε> ιγμένοι S.El. 1485.3 in hostile sense, mix in fight, Il.4.456, cf. Od.5.317; ἐν δαΐ, ἐν παλάμῃσι μ., Il.13.286, 21.469.4 in Hom. and Hes. most freq. of the sexes, have intercourse with, both of the man and the woman, sts. abs., Il.9.275, etc.: more freq. μιγῆναί τινι, of the man, 21.143, etc.; of the woman, Od.1.73;ἄρσενι θῆλυ μιγῆν Parm.12.5
, cf. Pi.P.3.14, al.; but in Trag. only of the man, as μητρὶ μ<ε>ιχθῆναι, μιγῆναι, S.OT 791, 995; but in Com.μ<ε>ιγνυμένας τοῖσιν ἀδελφοῖς Ar.Ra. 1081
(anap.): in Prose [tense] pres. μίσγεσθαι in this sense, of the man, Hdt.2.64, etc.; of the woman, Id.1.5, 199, Od.22.445; in full, φιλότητί τινι μιγῆναι, of the man, Il.6.165; of the woman, ib. 161, Hes.Th. 927, 970, etc.; ἐμισγέσθην φ., of the two, Il.14.295; ἐν φιλότητι μίσγεσθαι (with or without τινι), of the man, 2.232, 24.131; of the woman, h.Hom.33.5; Διὸς φιλότητι μιγῆναι, Διὸς ἐν φ. μ., of the woman, Hes.Th. 920, h.Merc.4; σῇ φ. μ., of the man, h.Ven. 150; εὐνῇ μ., of the man, Od. 1.433; φιλότητι καὶ εὐνῇ, of the man, Il.3.445, cf. Od.15.420; of the woman, 5.126; butἐν ἀγκοίνῃσι Διός 11.268
: c. acc. cogn.,φιλότης.., ἣν ἐμίγης Il.15.33
.—The [tense] aor. I is not used in this sense by Hom., but occurs in the Hymns, h.Ven.46, al.; the [tense] aor. I is more freq. in Hes. and Pi. (Cf. Lat. misceo, Skt. meksáyati 'stir', miśrás 'mixed'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μείγνυμι
-
6 ἐλεαίρω
ἐλεαίρω ( ἔλεος), ipf. ἐλέαιρεν, iter. ἐλεαίρεσκον: pity, feel compassion; οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας.. μισγέμεναι κακότητι, ‘thou dost unpityingly involve men in trouble,’ Od. 20.202.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐλεαίρω
-
7 μίγνῦμι
μίγνῦμι and μίσγω, inf. μισγέμεναι, aor. inf. μῖξαι, mid. ipf. iter. μισγέσκετο, ἐμισγέσκοντο, fut. μίξεσθαι, μισγήσεσθαι, aor. 2 ἔμῖκτο, μῖκτο, pass. perf. part. μεμῖγμένος, ἐμέμῖκτο, aor. 3 pl. ἔμῖχθεν, aor. 2 ἐμίγην, μίγη, 3 pl. μίγεν: I. act., mix, mingle; οἶνον καὶ ὕδωρ, Od. 1.110; pass., ἅλεσσι μεμῖγμένον εἶδαρ, Od. 11.123; φάρμακα, Od. 4.230; met., of bringing together, or one thing in contact with another, χεῖρας τε μένος τε (manus conserere), Il. 15.510 ; ἄνδρας κακότητι καὶ ἄλγεσι, Od. 20.203; γλῶσσ' ἐμέμῖκτο, Il. 4.438, cf. Od. 19.175.—II. mid., mingle, come in contact with something, Il. 2.475, Od. 5.517, Il. 10.457; freq. of intercourse, have relations with, friendly or hostile, Od. 24.314, Il. 5.143, and esp. of sexual union, in various phrases; ἣν ἐμίγης, ‘that you had’ (cognate acc.), Il. 15.33.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μίγνῦμι
-
8 μίσγω
μίσγω, misceo, mischen, vom Mischen des Weins mit Wasser; ἄνδρας μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι, Männer mit Unglück u. Schmerzen zusammenbringen, d. i. sie in Unglück versetzen; sich mischen, unter andere Menschen, mit ihnen zusammenkommen, verkehren, umgehen; ὑπὲρ ποταμοῖο, über dem Strom zusammenkommen; πτωχὸν ἔσω μίσγεσϑαι ἐάσομεν, hereinkommen lassen; im feindlichen Sinne, handgemein werden, absolut, τῶν μισγομένων γένετο ἰαχή; bes. von leiblicher Vermischung im Beischlaf, ehelicher Gemeinschaft; vom Manne, ἀνήρ, ὃς ἐμίσγετο λάϑρῃ, der heimlichen Umgang mit ihr hatte; von Frauen; von Mann u. Frau
См. также в других словарях:
μισγέμεναι — μίγνυμι mix pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek