-
1 μισγάγκεια
μισγάγκειαmeeting of glens: fem nom /voc sg -
2 μισγάγκεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισγάγκεια
-
3 μισγάγκεια
μισγ - άγκεια ( ἄγκος): meeting of mountain glens, basin, Il. 4.453†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μισγάγκεια
-
4 μισγαγκείας
μισγαγκείᾱς, μισγάγκειαmeeting of glens: fem acc plμισγαγκείᾱς, μισγάγκειαmeeting of glens: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 μισγάγκειαν
μισγάγκειαmeeting of glens: fem acc sg -
6 συνάγκεια
συνάγκεια, ἡ,A = μισγάγκεια, Thphr.CP2.4.8, AP6.188 (Leon., pl.), Plb.18.31.5, D.S.3.68, Str.12.2.3 (pl.), Plu.Tim.28, Arr.Fr.155J.: συναγκίῃ is prob. in Babr.27.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνάγκεια
См. также в других словарях:
μισγάγκεια — meeting of glens fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισγάγκεια — η (Α μισγάγκεια) η κατά μήκος μιας ποτάμιας κοίτης νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα σημεία με το μέγιστο βάθος και διά μέσου τής οποίας γίνεται η ροή τού νερού αρχ. 1. τόπος όπου συναντώνται δύο ή περισσότερες κοιλάδες και όπου συγκεντρώνονται τα… … Dictionary of Greek
μισγαγκείας — μισγαγκείᾱς , μισγάγκεια meeting of glens fem acc pl μισγαγκείᾱς , μισγάγκεια meeting of glens fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισγάγκειαν — μισγάγκεια meeting of glens fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek