Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μιμνήσκομαι

См. также в других словарях:

  • μιμνῄσκομαι — μιμνήσκω remind pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμνήσκομαι — μιμνήσκω remind pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Родительный падеж — (грамм.) в индоевропейских языках образуется несколькими суффиксами. I. Суффиксы os es s (три разновидности одного и того же суффикса, с различными ступенями вокализации) образует Р. падеж единственного числа от основ на согласный звук и на все… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • αγιομνήσι — το (Μ ἁγιομνήσιον) νεοελλ. 1. θρησκευτικό πανηγύρι που τελείται συνήθως στα ξωκλήσια 2. το ξωκλήσι, όπου τελείται θρησκευτικό πανηγύρι μσν. άγια, ιερή μνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁγιομνήσιον < ἅγιος + μιμνήσκομαι] …   Dictionary of Greek

  • αμνησία — Πλήρης ή μερική απώλεια της μνήμης. Οι δύο φάσεις της μνημονικής λειτουργίας –η εγχάραξη της μνημονικής εντύπωσης και η μετέπειτα αναπόλησή της– είναι δυνατόν να αλλοιωθούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Υπάρχει επομένως μία α. εγχάραξης, κατά… …   Dictionary of Greek

  • επιμιμνήσκομαι — ἐπιμιμνῄσκομαι (AM) [μιμνᾑσκομαι] φέρνω στη μνήμη μου, ξανασυλλογίζομαι («ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστoς παίδων», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μνημονεύω, αναφέρω («ἐπιμνήσομαι ἀμφοτέρων ὁμοίως», Ηρόδ.) 2. αναφέρω κάτι παρεμπιπτόντως 3. υπενθυμίζω …   Dictionary of Greek

  • επιμνήμων — ἐπιμνήμων, ον (Μ) αυτός που θυμάται κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μνήμων (μιμνήσκομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ευανάμνηστος — εὐανάμνηστος, ον (Α) αυτός που θυμάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα μιμνήσκομαι] …   Dictionary of Greek

  • καθυπομιμνήσκομαι — (Μ) (επιτατ. τού υπομιμνήσκομαι) θυμούμαι κάποιον, αναθυμούμαι, έρχεται κάποιος ή κάτι στη μνήμη μου («καθυπεμνήσθη τῆς μητρός», Βίος Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο μιμνήσκομαι] …   Dictionary of Greek

  • μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… …   Dictionary of Greek

  • μνήσκομαι — (ΑΜ) μιμνήσκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μι μνή σκω χωρίς διπλασιασμό (πρβλ. υπο μνήσκω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»