Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μιμητής

См. также в других словарях:

  • μιμητής — ο, θηλ. μιμήτρια (ΑΜ μιμητής) [μιμούμαι] αυτός που μιμείται κάποιον ή κάτι, αυτός που ακολουθεί τους τρόπους, τη συμπεριφορά άλλου («οἱ διδάσκαλοι τοὺς μαθητὰς μιμητὰς ἑαυτῶν ἀποδεικνύουσιν», Ξεν.) αρχ. 1. αυτός που παριστάνει κάτι με μίμηση,… …   Dictionary of Greek

  • μιμητής — ο θηλ. ήτρια αυτός που μιμείται κάποιον ή κάτι: Είναι μιμητής των πάντων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μιμητής — μῑμητής , μιμητής imitator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μιμητά — μῑμητά̱ , μιμητής imitator masc nom/voc/acc dual μῑμητά , μιμητής imitator masc voc sg μῑμητά , μιμητής imitator masc nom sg (epic) μῑμητά , μιμητός to be imitated neut nom/voc/acc pl μῑμητά̱ , μιμητός to be imitated fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλωτής — ο (AM ζηλωτής, Α δωρ. τ. ζαλωτής) [ζηλώ] 1. ο γεμάτος ζήλο, ο μιμητής, ο θαυμαστής («μιμητὴς καὶ ζηλωτὴς τῆς πατρῴας ἀρετῆς», Ισοκρ.) 2. ο αφοσιωμένος με ζήλο σε κάποια θρησκεία, ο θεοσεβής 3. πληθ. οι ζηλωτές ( αί) οι φανατικοί και μισαλλόδοξοι… …   Dictionary of Greek

  • μιμητάν — μῑμητά̱ν , μιμητής imitator masc acc sg (epic doric aeolic) μῑμητάν , μιμητής imitator masc acc sg μῑμητά̱ν , μιμητός to be imitated fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμητάς — μῑμητά̱ς , μιμητής imitator masc acc pl μῑμητά̱ς , μιμητής imitator masc nom sg (epic doric aeolic) μῑμητά̱ς , μιμητός to be imitated fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Memetics — This article is related to the study of self replicating units of culture, not to be confused with mimetics. Memetics is a theory of mental content based on an analogy with Darwinian evolution, originating from Richard Dawkins 1976 book The… …   Wikipedia

  • Mimetite — General Category Arsenate minerals Chemical formula Pb5(As …   Wikipedia

  • Миметезит — [μιμητής (μимэтэс) подражатель; по сходству с пироморфитом] м л, Pb5[Cl|(AsO4)3]. Геке. К лы призм., изометрические, редко таблитчатыё . Сп. в. несов. по {1011}. Дв. по {1122} очень редки. Агр. плотные,… …   Геологическая энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»