Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μικρόϑυμος

См. также в других словарях:

  • μικρόθυμος — mean spirited masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρόθυμος — η, ο (Α μικρόθυμος, ον) αυτός που έχει αδύναμη ψυχή, ασθενές φρόνημα, λιγόψυχος, μικρόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] …   Dictionary of Greek

  • μικρόθυμον — μικρόθυμος mean spirited masc/fem acc sg μικρόθυμος mean spirited neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροθυμία — η (Α μικροθυμία) [μικρόθυμος] η ιδιότητα τού μικρόθυμου, μικροψυχία, δειλία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»