-
1 μικρόθῡμος
μικρό-θῡμος, kleinmütig, kleinlich oder niedrig denkend -
2 μικρο-κάρδιος
μικρο-κάρδιος, mit kleinem Herzen, = μικρόϑυμος, Sp.
-
3 μικρο-θῡμέω
μικρο-θῡμέω, ein μικρόϑυμος sein.
См. также в других словарях:
μικρόθυμος — mean spirited masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρόθυμος — η, ο (Α μικρόθυμος, ον) αυτός που έχει αδύναμη ψυχή, ασθενές φρόνημα, λιγόψυχος, μικρόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] … Dictionary of Greek
μικρόθυμον — μικρόθυμος mean spirited masc/fem acc sg μικρόθυμος mean spirited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροθυμία — η (Α μικροθυμία) [μικρόθυμος] η ιδιότητα τού μικρόθυμου, μικροψυχία, δειλία … Dictionary of Greek