-
101 бугорок
-рка α.1. μικρός λοφίσκος, γήλοφος.2. φυμάτιο. -
102 валек
-лька α.1. μικρός κύλινδρος πλυσίματος.2. κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου.3. η λαβή του κουπιού. κόπανος πλυσίματος. -
103 валик
-
104 ванночка
-и θ.μικρός λουτήρας• λεκανίτσα. -
105 верить
ρ.δ.1. (σε τι) πιστεύω•верить в победу πιστεύω στη νίκη•
верить в торжество справедливости πιστεύω στον θρίαμβο της δικαιοσύνης•
верить в Бога πιστεύω στο Θεό.
2. είμαι θρήσκος•-ил, когда я был маленьким πίστευα, όταν ήμουν μικρός.
3. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη•верить другу έχω εμπιστοσύνη στο φίλο.
εκφρ.верить на слово – πιστεύω (εχω εμπιστοσύνη) στο λόγο•не верить своим глазам ή ушам – δεν πιστεύω στα μάτια μου, στ’ αυτιά μου (για κάτι απροσδόκητο).πιστεύω, έχω εμπιστοσύνη•-ится с трудом είναι δυσκολοπίστευτο, δυσκολεύομαι να το πιστέψω•
мне не -ится εγώ δεν το πιστεύω.
-
106 взрослый
επ.ενήλικος, μεγάλος•ты немаленький, ты взрослый человек εσύ δεν είσαι μικρός, εσύ είσαι μεγάλος.
-
107 всосать
всосу, всосёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. всосанный, βρ: -сан, -а, -оρ.σ.μ.ροφώ, ρουφώ, αναρροφώ, μυζώ., βυζαίνω, τραβώ•всосать влагу из почвы τραβώ υγρασία από το έδαφος.
εκφρ.всосать с молоком (матери) – αφομοιώνω από μικρός.ρουφιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
108 вуалетка
-и θ.μικρός πέπλος. -
109 вуалька
-и θ.μικρός πέπλος. -
110 горка
-и θ.1. βουναλάκι.2. μικρή στίβα, μικρός σωρός.3. εταζέρα• πιατοθήκη.4. είδος αεροπορικής πτήσης.5. είδος αγροτικής μηχανής διαλογής.εκφρ.красная горка – παλ. η πρώτη εβδομάδα μετά το Πάσχα (εβδομάδα γάμων). -
111 градинка
-и θ.μικρός χαλαζόκοκκος. -
112 грудка
-
113 губа
губа 1-ы, πλθ. губы, δοτ. -ам θ.1. το χείλος, χείλι•накрашенные -ы βαμμένα χείλη•
жать -ы σφίγγω τα χείλη.
2. πλθ. -ы τα σιαγόνια, οι δηκτήρες των διαφόρων λαβίδων.εκφρ.у него губа не дура – αυτός ξέρει να διαλέγει•не по твоим -ам – δεν είναι για σένα, για τα δόντια σου•по -ам помазать – (απλ.) γλυκαίνω (ερεθίζω) και δε δίνω•молоко на -ах не обсохло – το γάλα δε στέγνωσε ακόμα στα χείλη (είναι μικρός ακόμα).губа 2-ы θ.κόλπος, όρμος (βορ. θαλασσών).губа 3-ы θ. παλ., επαρχία. -
114 детство
-а ουδ. η παιδική ηλικία,τα παιδικά χρόνια• από την παιδική ηλικία, από πολύ μικρός.εκφρ.впасть в детство – γεροξεκουτιάζω, ξαναμωραίνομαι. -
115 драчка
-и θ.μικρός τσακωμός, καβγαδάκι. -
116 дубовый
επ.1. δρύινος, βαλανιδένιος, δέντρινος•дубовый лист δρύϊνο. φύλλο•
-ые двери δέντρινες πόρτες•
-ая роща μικρός δρυμώνας.
2. μτφ. άγαρπος, χοντροειδής, βαρύς, άχαρος, άξεστος, απολίτιστος. || κουτός, μωρός.3. μτφ. σκληρός, που δεν τρώγεται•-ые яблоки σκληρά μήλα.
-
117 дубравушка
κ. дубровушка, -и θ. μικρός δρυμώνας. -
118 дымок
-мка α. μικρός καπνός. -
119 ёжик
-а α.μικρός σκαντζόχοιοος. -
120 желёзка
-и θ.1. μικρός αδένας, αδενίσκος.2. αδενικό κύτταρο φυτών έκκρισης ρητίνης, λαδιού.
См. также в других словарях:
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό 1. αυτός που έχει περιορισμένες διαστάσεις: Μικρό σπίτι. 2. λίγος, ανεπαρκής, σύντομος: Κάναμε ένα μικρό διάλειμμα από τη δουλειά. 3. μτφ., ασήμαντος, ανάξιος: Μου έδωσε ένα μικρό χρηματικό ποσό. 4. ο νεαρός στην ηλικία, ο ανήλικος: Οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρός — μῑκρός , μικρός small masc nom sg μῑκρός , σμικρός small masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μικρός Ήρως — Το πιο δημοφιλές παιδικό περιοδικό της μεταπολεμικής περιόδου, που κυκλοφόρησε από το 1953 έως το 1968, με συγγραφέα τον Θάνο Αστρίτη (ψευδώνυμο του Στέλιου Ανεμοδουρά) και βασικό εικονογράφο τον Βασίλη Απτόσογλου. Αναφερόταν στις περιπέτειες και … Dictionary of Greek
Μικρός Αβελάς — Ακατοίκητη νησίδα του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αντιπάρου … Dictionary of Greek
Μικρός Ανθρωποφάς — Ακατοίκητη νησίδα του νομού Σάμου. Βρίσκεται στη συστάδα Φούρνοι, Α του νότιου άκρου της νησίδας Φούρνοι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φούρνων Κορσεών … Dictionary of Greek
Μικρός Βάλτος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ., 359 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 40 χλμ. Δ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων … Dictionary of Greek
Μικρός Γιαλός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 24 κάτ.) της Λευκάδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος … Dictionary of Greek
Μικρός Κέχρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 167 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, στις νότιες πλαγιές της κορυφής Μεγάλο Λιβάδι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέχρου … Dictionary of Greek
Μικρός Κύων — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς του Μονόκερου, των Διδύμων, του Καρκίνου και της Ύδρας. Κυριότερο άστρο του είναι ο Προκύων, 8o σε σειρά λαμπρότητας σε ολόκληρο τον ουρανό. Μεσουρανεί στις… … Dictionary of Greek
Μικρός Μαχαλάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ., 12 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στις νότιες πλαγιές του όρους Ζήρια. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στυμφαλίας … Dictionary of Greek