-
21 оборочка
-и θ.μικρός γύρος, γιρλαντίτσα, μικρός φαλμπαλάς. -
22 слабый
επ., βρ: слаб, -а, -о.1. αδύνατος, ανίσχυρος, ασθενής•слабый удар αδύνατο χτύπημα•
слабый голос αδύνατη φωνή•
-ая память αδύνατη μνήμη;•
слабый ветер ασθενής άνεμος•
-ое государство ανίσχυρο κράτος.
2. ασθενικός•-ые л-гкие αδύνατα πνευμόνια•
слабый ребнок αδύνατο παιδάκι.
|| αδύναμος, εξασθενημένος, εξαντλημένος• άτονος.3. μη ισχυρός•-ая воля αδύνατη βούληση.
|| ελαφρός•слабый табак ελαφρός καπνός•
-ое вино ελαφρό κρασί.
4. μικρός, ασήμαντος• ανεπαρκής•-ые способности μικρές ικανότητες•
-ая надежда μικρή ελπίδα•
-ая дисциплина χαλαρή πειθαρχία•
-ые доказательства ανεπαρκείς αποδείξεις•
слабый писатель αδύνατος συγγραφέας.
5. που έχει αδυναμία, πάθος προς κάτι• μερακλής•он слаб на вино αυτός έχει αδυναμία στο κρασί: он слаб до баб έχει αδυναμία (είναι μερακλής) στις γυναίκες.
6. μικρής ισχύος, μικρός•слабый мотор μικρό μοτέρ•
-ые токи ηλεκτρικά ρεύματα χαμηλής τάσης.
εκφρ.- ая сторона – η αδύνατη πλευρά, το αδύνατο σημείο•- ая струна – η αδύνατη χορδή (το ευαίσθητο σημείο)•слабый на язык – αθυρόγλωσσος, αθυρόστομος. -
23 узелок
-лка α. μικρός κόμπος. || δεματάκι, μικρός μπόγος.εκφρ.завязать узелок (на память) – δένω κόμπο (για να θυμηθώ κάτι). -
24 боров
(часть дымохода) о καπναγωγός, о μικρός καπνοδόχος σωλήναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > боров
-
25 вороток
1. (рычаг) о μικρός μοχλός 2. (клупп) о στροφέας/το κλειδί της ελικο-τόμιδας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вороток
-
26 движок
1. (движущаяся вдоль оси часть в различных механизмах) о δρομέας, ο ολισθη-τήρας, το ολισθαίνον τμήμα 2. (лопата) το ξύλινο φτυάρι 3. (переносный двигатель) о μικρός (φορητός) κινητήρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движок
-
27 зыбь
ο (μικρός) κυματισμός (προκαλούμενος από τον άνεμο)мёртвая - мор. η αποθαλασσία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зыбь
-
28 колышек
ο μικρός πάσσαλος, το πασ-σαλάκι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колышек
-
29 короткий
1. (по длине) κοντός, βραχύς 2. (по времени) σύντομος, μικρός 3. (немногословный, краткий) σύντομος 4 (быстрый, решительный) γρήγορος, απότομος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > короткий
-
30 кружок
1. (маленький круг) о (μικρός) κύκλος, ο γύρος 2. (для совместной деятельности, занятий) о όμιλοςлитературный - λογοτεχνικός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кружок
-
31 крупинка
ο (μικρός) κόκκος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крупинка
-
32 ломик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ломик
-
33 микрокалькулятор
ο μικρός υπολογιστής, разг. το κομπιουτεράκι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микрокалькулятор
-
34 микромельница
пищ. о μικρός μύλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микромельница
-
35 микрореле
ο μικρός ηλεκτρονόμος, το μικρό ρελέ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микрореле
-
36 палисадник
1. (забор, изгородь) о φράχτης, φράκτης 2. (огороженный садик перед домом) о μικρός περιφραγμένος κήπος μπροστά στο σπίτι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > палисадник
-
37 планета
ο πλανήτης· верхняя - ανώτερος -внутренняя - см. нижняя -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планета
-
38 платформа
1. (ровная возвышенная площадка) η βάση, η εξέδρα, η πλατφόρμα (ξεν.)· весовая - της ζυγογέφυρας(кфс.) о χώρος κινηματογράφησης2. (площадка вдоль железнодорожного полотна на станции) η αποβάθρα 3 (небольшая железнодорожная станция, полустанок) о μικρός σιδηροδρομικός σταθμός 4. (товарный вагон с невысокими бортами, без крыши) το ανοικτό βαγόνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > платформа
-
39 полуось
ο ημιάξονας, το ημιαξόνιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полуось
-
40 помазок
1. (для смазывания, намазывания чего-л.) о μικρός χρωστήρας, η βουρ-τσίτσα, το πινελάκι 2. (лит.) το ξύστρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помазок
См. также в других словарях:
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό 1. αυτός που έχει περιορισμένες διαστάσεις: Μικρό σπίτι. 2. λίγος, ανεπαρκής, σύντομος: Κάναμε ένα μικρό διάλειμμα από τη δουλειά. 3. μτφ., ασήμαντος, ανάξιος: Μου έδωσε ένα μικρό χρηματικό ποσό. 4. ο νεαρός στην ηλικία, ο ανήλικος: Οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρός — μῑκρός , μικρός small masc nom sg μῑκρός , σμικρός small masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μικρός Ήρως — Το πιο δημοφιλές παιδικό περιοδικό της μεταπολεμικής περιόδου, που κυκλοφόρησε από το 1953 έως το 1968, με συγγραφέα τον Θάνο Αστρίτη (ψευδώνυμο του Στέλιου Ανεμοδουρά) και βασικό εικονογράφο τον Βασίλη Απτόσογλου. Αναφερόταν στις περιπέτειες και … Dictionary of Greek
Μικρός Αβελάς — Ακατοίκητη νησίδα του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αντιπάρου … Dictionary of Greek
Μικρός Ανθρωποφάς — Ακατοίκητη νησίδα του νομού Σάμου. Βρίσκεται στη συστάδα Φούρνοι, Α του νότιου άκρου της νησίδας Φούρνοι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φούρνων Κορσεών … Dictionary of Greek
Μικρός Βάλτος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ., 359 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 40 χλμ. Δ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων … Dictionary of Greek
Μικρός Γιαλός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 24 κάτ.) της Λευκάδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος … Dictionary of Greek
Μικρός Κέχρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 167 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, στις νότιες πλαγιές της κορυφής Μεγάλο Λιβάδι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέχρου … Dictionary of Greek
Μικρός Κύων — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς του Μονόκερου, των Διδύμων, του Καρκίνου και της Ύδρας. Κυριότερο άστρο του είναι ο Προκύων, 8o σε σειρά λαμπρότητας σε ολόκληρο τον ουρανό. Μεσουρανεί στις… … Dictionary of Greek
Μικρός Μαχαλάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ., 12 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στις νότιες πλαγιές του όρους Ζήρια. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στυμφαλίας … Dictionary of Greek