-
61 плечико
плечик||ос1. уменьш. μικρός ὠμος·2. (у сорочки и т. п.) ἡ μπρετέλα 3.:\плечикои мн. (вешалка) разг τό κρεμαστάρι. -
62 полустанок
полустанокм ὁ μικρός σιδηροδρομικός σταθμός, ἡ στάση [-ις]. -
63 пыжик
пыжикм1. (молодой олень) ὁ μικρός τάρανδος·2. (мех молодого оленя) γούνα ἀπό μικρό τάρανδο. -
64 ранний
ранн||ийприл1. (рано наступивший) πρόωρος, πρώιμος:\раннийяя зима ὁ πρόωρος χειμώνας· \раннийяя старость τό πρόωρον γήρας· \ранний сев ἡ πρώιμη σπορά· \раннийие овощи τά πρώιμα λαχανικά, τά πρωϊμάδια, τά πρωτολούβιά2. (о времени):с \раннийнх лет ἀπ' τά μικρά χρόνια· с \раннийего утра σύν-ταχα, πολύ πρωί· \раннийим у́тром, в \ранний час (ἐ)νωρίς, πολύ πρωί·3. перен (о начальном периоде) πρώτος:\раннийие рассказы Толстого τά πρώτα διηγήματα τοῦ Τολστόϊ· ◊ из молодых да \ранний μικρός ἀλλα πονηρός. -
65 стопка
стопка I ж (кучка) ὁ μικρός σωρός, ἡ στοίβα (монет). стопка II ж (стаканчик) τό ποτηράκι, τό ρακοπότηρο. -
66 сыч
сычм зоол. μποῦφος ὁ μικρός, ὁ σκώψ. -
67 томик
томикм ὁ μικρός τόμος, τό τομίδιον. -
68 уже
уже I1. нареч ήδη, πιά, κιόλας:он \уже уехал ήδη ἀνεχώρησε, ἔφυγε κιόλας· он \уже не маленький δέν εἶναι πιά μικρός· вот \уже... ἐδώ καί...· вот \уже пять лет прошло́ с тех пор, как... πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια ἀπό τότε·2. частица καί μόνον, μοναχά:\уже по лицу́ ее он понял, что случилось неладное ἀπό τήν ὅψη της μόνον κατάλαβε πώς συνέβη κάτι κακό.у́же IIсравнит, ст. от узкий и у́зко. -
69 ягодка
ягодкаж1. уменьш. ὁ μικρός καρπός, ἡ ρωγίτσα·2. ласк. разг ματάκια μου, γλύκα μου. -
70 ямка
ямкаж1. уменьш. ὁ μικρός λάκκος, ἡ λακκοῦλα·2. см. ямочка. -
71 бычок
[μπυτσόκ] ουσ. α μικρός ταύρος -
72 валик
[βάλικ] ουσ. α. μικρός άξονας -
73 маленький
[μάλιν'κιϊ] επ. μικρός, μικρούτσικος -
74 малый
[μάλυϊ] επ. μικρός, μικρούλης -
75 мелкий
[μιέλχιϊ] εκ. μικρός -
76 небольшой
[νιμπαλ'σόϊ] εκ. μικρός -
77 незначительный
[νιζνατσίτιλ’νυϊ] εκ. ασήμαντος, μικρός -
78 немалый
[νιμάλυϊ] εκ. όχι μικρός -
79 стопка
[στόπκα] ουσ. θ. μικρός σωρός -
80 томик
[τόμικ] ουσ. α μικρός τόμος
См. также в других словарях:
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό 1. αυτός που έχει περιορισμένες διαστάσεις: Μικρό σπίτι. 2. λίγος, ανεπαρκής, σύντομος: Κάναμε ένα μικρό διάλειμμα από τη δουλειά. 3. μτφ., ασήμαντος, ανάξιος: Μου έδωσε ένα μικρό χρηματικό ποσό. 4. ο νεαρός στην ηλικία, ο ανήλικος: Οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρός — μῑκρός , μικρός small masc nom sg μῑκρός , σμικρός small masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μικρός Ήρως — Το πιο δημοφιλές παιδικό περιοδικό της μεταπολεμικής περιόδου, που κυκλοφόρησε από το 1953 έως το 1968, με συγγραφέα τον Θάνο Αστρίτη (ψευδώνυμο του Στέλιου Ανεμοδουρά) και βασικό εικονογράφο τον Βασίλη Απτόσογλου. Αναφερόταν στις περιπέτειες και … Dictionary of Greek
Μικρός Αβελάς — Ακατοίκητη νησίδα του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αντιπάρου … Dictionary of Greek
Μικρός Ανθρωποφάς — Ακατοίκητη νησίδα του νομού Σάμου. Βρίσκεται στη συστάδα Φούρνοι, Α του νότιου άκρου της νησίδας Φούρνοι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φούρνων Κορσεών … Dictionary of Greek
Μικρός Βάλτος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ., 359 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 40 χλμ. Δ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων … Dictionary of Greek
Μικρός Γιαλός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 24 κάτ.) της Λευκάδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος … Dictionary of Greek
Μικρός Κέχρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 167 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, στις νότιες πλαγιές της κορυφής Μεγάλο Λιβάδι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέχρου … Dictionary of Greek
Μικρός Κύων — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς του Μονόκερου, των Διδύμων, του Καρκίνου και της Ύδρας. Κυριότερο άστρο του είναι ο Προκύων, 8o σε σειρά λαμπρότητας σε ολόκληρο τον ουρανό. Μεσουρανεί στις… … Dictionary of Greek
Μικρός Μαχαλάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ., 12 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στις νότιες πλαγιές του όρους Ζήρια. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στυμφαλίας … Dictionary of Greek