-
1 μικιζόμενος
μικιζόμενος, ὁ, hieß der Knabe bei den Lacedämoniern im dritten Jahre, Bachm. an. 2, 355. Vgl. προμικιζόμενος.
-
2 μικιζόμενος
μικιζόμενος, ὁ, hieß der Knabe bei den Lacedämoniern im dritten Jahre -
3 μικιχιζόμενος
A boy under age, IG5(1).285, al.; ἀπὸ μικιχιζομένων μέχρι μελλειρονείας ib.296: [full] μικιζόμενος is expld. as a male child in his third year, Λέξεις Ἡροδότου in Stein Hdt. ii p.465 (Berol. 1871).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικιχιζόμενος
-
4 τριετήρης
τρῐετ-ήρης, ες,A = τριέτης, in his third year, prob. = μικιζόμενος, IG5(1).1120 (Geronthrae, v. B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριετήρης
См. также в других словарях:
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek