-
1 τριέτης
τριέτηςof: masc /fem acc pl (attic epic doric)τριέτηςof: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)τριέτηςof: masc /fem nom sgτριέτηςof: masc nom sg -
2 τριετης
-
3 τριετης...
-
4 τριετής
τριετήςof: masc /fem nom sg -
5 τριετής
τριετής, ες (τρεῖς, ἔτος; Hom., Od. 2, 106 and 13, 277 adv. τρίετες; Hdt., Pla., ins, pap; LXX τρίετες) of/for three years ἐγένετο τρ. ἡ παῖς the child (Mary) was three years old GJs 7:2.—DELG s.v. τρεῖς. -
6 τριετής
ης ες1) трёхлетний; трёхгодичный;η τριετής μόρφωση — трёхклассное образование;
2) обучающийся третий год в одном и том же классе -
7 τριέτης
A of or for three years,τριέτεα χρόνον Hdt.1.199
;τ. φορά IG42(1).121.9
(Epid., iv B. C.);πλέον ἢ τ. ἐγένευ φίλος Theoc.29.17
, cf. BCH48.518 ([place name] Palestine);τ. προθεσμία Pl.Lg. 954d
(in 793d τρι' ἔτη is restored by Bekker): τρίετες as Adv., for three years, Od.2.106, 13.377.2 three years old, ;παιδίον Artem. 4.39
: τρίετες, τό, the age of three years, , cf. Arist.HA 545b3:—fem. [suff] τρῐετ-έτις, Supp.Epigr.6.125 ([place name] Cotiaeum).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριέτης
-
8 τριετής
[триэтис] εκ. трехлетнийΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τριετής
-
9 τριετής
-ής,-ές + A 0-1-1-0-2=4 2 Chr 31,16; Is 15,5; 2 Mc 4,23; 14,1of three years 2 Mc 4,23; three years old 2 Chr 31,16 -
10 τριετής
[триэтис] επ трехлетний. -
11 τριετής
-
12 τριέτη
τριέτηςof: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)τριέτηςof: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)τριέτηςof: masc /fem acc sg (attic epic doric)τριέτηςof: masc voc sg -
13 τριετές
τριέτηςof: neut acc sgτριετήςof: masc /fem voc sgτριετήςof: neut nom /voc /acc sg -
14 τριέτεα
τριέτηςof: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)τριέτηςof: masc /fem acc sg (epic ionic)τριέτηςof: masc acc sg (epic ionic) -
15 τριέτει
τριέτηςof: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)τριέτηςof: masc /fem /neut dat sgτριέτεϊ, τριέτηςof: dat sg (epic) -
16 τρίετες
τριέτηςof: masc /fem voc sgτριέτηςof: neut nom /voc /acc sg -
17 τριετέσι
τριετήςof: masc /fem /neut dat pl -
18 τριετέσιν
τριετήςof: masc /fem /neut dat pl -
19 τριέτεσι
τριέτηςof: masc /fem /neut dat pl -
20 τριετή
τριέτηςof: masc /fem acc sg (attic epic doric)τριετήςof: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)τριετήςof: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)τριετήςof: masc /fem acc sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
τριέτης — of masc/fem acc pl (attic epic doric) τριέτης of masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τριέτης of masc/fem nom sg τριέτης of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετής — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετής — ές, ΝΑ, και τριετής, τρίετες, θηλ. και τριέτις Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριών ετών 2. αυτός που έχει ηλικία τριών ετών 3. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος νεοελλ. φρ. «τριετές σύστημα» (γεωπ.) η επανάληψη τής καλλιέργειας ενός φυτού κάθε… … Dictionary of Greek
τριετής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που διαρκεί τρία έτη: Τριετής πόλεμος. 2. αυτός που έχει ηλικία τριών ετών: Τριετές αγοράκι. 3. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος: Τριετές πανηγύρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριετῆ — τριέτης of masc/fem acc sg (attic epic doric) τριετής of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριετής of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριετής of masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριέτη — τριέτης of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριέτης of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριέτης of masc/fem acc sg (attic epic doric) τριέτης of masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετές — τριέτης of neut acc sg τριετής of masc/fem voc sg τριετής of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετῶν — τριέτης of masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) τριέτης of masc gen pl τριετής of masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριέτεα — τριέτης of neut nom/voc/acc pl (epic ionic) τριέτης of masc/fem acc sg (epic ionic) τριέτης of masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριέτει — τριέτης of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τριέτης of masc/fem/neut dat sg τριέτεϊ , τριέτης of dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετεῖ — τριετής of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τριετής of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)