-
1 μιγής
-
2 μιγής
-
3 μιγῇς
-
4 μιγής
-
5 μιγής
μιγής, ές, gemischt -
6 παντο-μιγής
παντο-μιγής, ές, aus od. von Allem gemischt, Suid.
-
7 παμ-μιγής
παμ-μιγής, ές, allgemischt, aus allen gemischt; τὰ πολλὰ βέλεα παμμιγῆ, Aesch. Pers. 261; Sp., παρασκευή, Luc. de salt. 68; Plut. öfter.
-
8 πορφυρο-μιγής
πορφυρο-μιγής, ές, mit Purpur gemischt, Poll. 7, 48.
-
9 πολυ-μιγής
πολυ-μιγής, ές, vielfach od. aus vielerlei Theilen gemischt, Arist. gen. an. 4, 3; in poet. Form, πουλυμιγὴς βληχὴ τοκάδων, Plat. ep. 14 (IX, 823).
-
10 συμ-μιγής
συμ-μιγής, ές, gemischt, vermischt, verbunden; πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς, Aesch. Spt. 723; ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ συμμιγῆ κακά, Soph. O. R. 1281; Eur. Rhes. 431; Ggstz κεχωρισμένος, Plat. Legg. X, 895 c; ὑπὸ συμμιγεῖ σκιᾷ, dem ἐν ἡλίῳ καϑαρῷ entgeggstzt, dumpfig, Phaedr. 239 c.
-
11 ψυχρο-μιγής
ψυχρο-μιγής, ές, mit Kälte, bes. mit kaltem Wasser vermischt, Plut. plac. phil. 2, 30.
-
12 ψῡχο-μιγής
ψῡχο-μιγής, ές, mit Kälte gemischt, v. l. für ψυχρομιγής, Plut.
-
13 μυρτο-μιγής
μυρτο-μιγής, ές, mit Myrthenbeeren gemischt, Geopon.
-
14 ξυλο-μιγής
ξυλο-μιγής, ές, mit Holz gemischt, Strabo 12, 7, 3.
-
15 γεω-μιγής
-
16 κνακο-συμ-μιγής
κνακο-συμ-μιγής, ές, mit Safflor gemischt, nach Mein. Conj. in Philozen. bei Ath. XIV, 643 e, wo τερεβινϑοκνακοσυμμιγής steht.
-
17 θερμο-μιγής
θερμο-μιγής, ές, mit Wärme gemischt, ἀήρ Plut. plac. phil. 2, 20.
-
18 λεοντο-μιγής
λεοντο-μιγής, ές, aus Vermischung mit einem Löwen entstanden, κύνες, Poll. 5, 38, vielleicht auf das Aeußere gehend.
-
19 θαλασσο-μιγής
θαλασσο-μιγής, ές, mit Meerwasser vermischt, Hesych. v. ἁλικίανες.
-
20 θηριο-μιγής
θηριο-μιγής, ές, mit einer Thiergestalt (vermischt), Tzetz. ad Lyc. 45.
См. также в других словарях:
μιγής — μιγής, ές (Α) μικτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ τού μίγνυμι / μείγνυμι. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ αποκοπήν τού β συνθετικού από σύνθ. σε μιγής (πρβλ. α μιγής, συμ μιγής)] … Dictionary of Greek
μιγῇς — μίγνυμι mix aor subj pass 2nd sg μῑγῇς , μίγνυμι mix aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγῆ — μιγής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μιγής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μιγής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
θολομιγής — θολομιγής, ές (Α) ανακατωμένος με πηλό, με λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θολός + μιγής (< θ. μιγ πρβλ. ε μίγ ην τού μ(ε)ίγνυμι*), πρβλ. α μιγής, αμφι μιγής, θερμο μιγής] … Dictionary of Greek
ηδυμιγής — ἡδυμιγής, δωρ. τ. ἁδυμιγής, ές (Α) αυτός που έχει αναμιχθεί ευχάριστα, που αποτελεί ευχάριστο μίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μιγής (< μείγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ε μίγ ην), πρβλ. α μιγής, συμ μιγής] … Dictionary of Greek
θαλασσομιγής — θαλασσομιγής, ές (Α) ανάμικτος με θαλασσινό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + μιγής < θ. μιγ. , πρβλ. μιγάς, εμίγην τού μείγνυμι), πρβλ. αερο μιγής, πολυ μιγής] … Dictionary of Greek
θερμομιγής — θερμομιγής, ές (Α) ο κατά το ήμισυ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + μιγής (< θ. μιγ , πρβλ. εμίγην τού μ[ε]ίγνυμι*), πρβλ. α μιγής, συμ μιγής] … Dictionary of Greek
θηριομιγής — θηριομιγής, ές (Μ) ο κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το άλλο ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μιγής (< μείγνυ μι), πρβλ. α μιγής, παμ μιγής] … Dictionary of Greek
θηρομιγής — θηρομιγής, ές (Α) 1. (για τους Κενταύρους) αυτός που είναι κατά το ήμισυ θηρίο 2. όμοιος με τών θηρίων («θηρομιγής ὠρυγή» κραυγή που μοιάζει με αυτήν τού θηρίου, Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μιγής (πρβλ. α μιγής, συμ μιγής)] … Dictionary of Greek
ιομιγής — ἰομιγής, ές (Α) αναμεμιγμένος με δηλητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + μιγής (< μείγνυμι), πρβλ. μυρτο μιγής, ψυχο μιγής] … Dictionary of Greek