-
1 ψῡχο-μιγής
ψῡχο-μιγής, ές, mit Kälte gemischt, v. l. für ψυχρομιγής, Plut.
-
2 ψῡχομιγής
ψῡχο-μιγής, ές, mit Kälte gemischt
См. также в других словарях:
ιομιγής — ἰομιγής, ές (Α) αναμεμιγμένος με δηλητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + μιγής (< μείγνυμι), πρβλ. μυρτο μιγής, ψυχο μιγής] … Dictionary of Greek