-
1 κεφαλη
ἥ1) головаἄγχι σχὼν κεφαλήν Hom. — прислонив голову;
ἐς πόδας ἐκ κεφαλῇς Hom. — с головы до ног;ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τέν κεφαλήν Arph. — с начала до конца;ἐπὴ κεφαλέν ὠθεῖν τινα Plat. — сбрасывать кого-л. головой вниз;ἐπὴ κεφαλέν βαδίζειν εἴς τι Dem. — стремглав помчаться куда-л.;κατὰ κεφαλέν τὸ τεῖχος Xen. — часть стены, находящаяся над головой (ср. 3);(ὅ λίθος) οὕτος ἐγενήθη εἰς κεφαλέν γωνίας погов. NT. — этот (отброшенный прочь) камень стал краеугольным2) перен. голова, глава(ὅ ἀνέρ κ. ἐστι τῆς γυναικός NT.)
3) перен. голова, жизньἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις Hom. — дело, за которое поплатишься своей головой;
κεφαλης παρθέμενοι Hom. — рискующие (своими) головами4) лицо, человек, душаκατὰ κεφαλήν Arst. — подушно, (каждый) в отдельности (ср. 1);τὸν ἐγὼ τῖον ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ Hom. — я его любил как самого себя;πολλαὴ ἴφθιμοι κεφαλαί Hom. — многие храбрецы5) ( в обращении) душа моя, друг, приятель ( обычно не переводится)Τεῦκρε, φίλη κ.! Hom. — Тевкр, дорогой мой!;
Ἄπολλον, ὦ δία κεφαλά! Eur. — о, божественный Аполлон!;ὦ μιαρὰ κ.! Dem. — ах ты негодяй!;ὦ μέλεοι θνητοὴ καὴ νήπιοι! - Ἐς κεφαλέν σοί! Arph. — о, жалкие и нелепые люди! - Ты сам такой!;ἐς κεφαλέν τρέποιτ΄ ἐμοί! Arph. — пусть (это пожелание) обратится на меня!6) толстый конец, головка(σκορόδου Arph.)
7) верх, крайὑπὲρ κεφαλᾶς Theocr. — через край
8) исток, верховье(ποταμοῦ Her.)
9) насыпь, вал(κ. τῆς τάφρου Her.)
10) головной убор(κ. περίθετος Arph.)
11) сущность, главноеκεφαλέν ἔχειν Arst. — иметь основное значение
12) итог, завершениеκεφαλέν ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις Plat. — подвести итог сказанному;
ἵνα ὅ λόγος κεφαλέν λάβῃ Plat. — чтобы завершить беседу -
2 μιαρος
31) грязный, измаранный; περὴ δ΄ αἷμα νένιπται οὐδέ ποθι μ. Hom. ( убитый Гектор) омыт от крови и нигде не замаран2) обагренный кровью, запятнанный убийством (Пентея)(Κιθαιρών Eur.)
3) (ритуально) нечистый(θηρίον Her.)
4) порочный, нечестивый, преступный, гнусный(ἦτος Soph.)
ὦ μιαρὰ κεφαλή! Arph. — негодяй ты этакий!;ὦ μιαρέ! шутл. Plat. — ах ты, плут!5) грубый, хамский(φωνή, μιαρώτατος περὴ τὸν δῆμον Arph.)
-
3 μιαρός
См. также в других словарях:
μιαρά — μιαρός stained neut nom/voc/acc pl μιαρά̱ , μιαρός stained fem nom/voc/acc dual μιαρά̱ , μιαρός stained fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιαρᾷ — μιαρός stained fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιαράν — μιαρά̱ν , μιαρός stained fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιαράς — μιαρά̱ς , μιαρός stained fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιαρός — ή, ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός ά, ον) 1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα 2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός 3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος 4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα… … Dictionary of Greek
Антракитис, Мефодиос — … Википедия
κατερεύγομαι — (Α) φέρνω με ρέψιμο την τροφή από το στομάχι και τη φτύνω πάνω ή μπροστὰ σε κάποιον («ὡς θερμὸν ἡ μιαρὰ τί μου κατήρυγεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρεύγομαι «ρεύομαι»] … Dictionary of Greek
μιαρολογώ — μιαρολογῶ, έω (Α) [μιαρολόγος] λέω μιαρά λόγια, αισχρολογώ … Dictionary of Greek
μυσός — (I) μυσός, ή, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μυσά μυσαρά, μιαρά, μεμιασμένα». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
σκάφευση — η / σκάφευσις, εύσεως, ΝΜΑ (στους Πέρσες) σκληρός τρόπος θανατικής εκτέλεσης και μαρτυρίου κατά τον οποίο τοποθετούσαν τον κατάδικο ανάμεσα σε δύο σκάφες αφήνοντας έξω από αυτές το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια του εκτεθειμένα στον ήλιο και… … Dictionary of Greek
φάρυγγας — (Ανατ.). Σωληνοειδής ανατομικός σχηματισμός, που βρίσκεται μπροστά από την αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης· επάνω φτάνει έως τη βάση του κρανίου και επικοινωνεί μπροστά με τις κοιλότητες της μύτης και του στόματος, στα πλάγια με το μέσον… … Dictionary of Greek