-
1 μηχανωμένη
μηχανάομαιmake by art: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————μηχανάομαιmake by art: pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) -
2 μηχανωμένῃ
Βλ. λ. μηχανωμένη -
3 αὐτόφωρος
II mostly in the phrase ἐπ' αὐτοφώρῳ λαμβάνειν to catch in the act, Lys.13.85, D.19.132; ;ἐλέγχειν Lys.7.42
: with pass. Verbs,ἐπ' αὐτοφώρῳ ἁλῶναι Hdt.6.72
; , Eup.181: hence,2 in a more general sense, notoriously, manifestly,ἐπιβουλεύοντας φανῆναι ἐπ' αὐ. Hdt. 6.137
;ἐπ' αὐ. αὐτὸν ἐλέγξω Lys.13.30
;τὸν θάνατόν τινος ἐπ. αὐ. μηχανωμένη Antipho 1.3
;ἐπ' αὐ. καταλαμβάνειν τινὰ ἀμαθέστερον ὄντα Pl.Ap. 22b
, cf. R. 359c;ἐπ' αὐ. εἴλημμαι πλουσιώτατος ὤν X. Smp.3.13
;ἀξιῶ σε.. ἐπ'. αὐ. ταῦτά μοι ἐπιδεῖξαι Lys.1.21
;ἐπ' αὐ. κλέπται ὄντες ἐξελεγχόμενοι Aeschin.3.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόφωρος
См. также в других словарях:
μηχανωμένη — μηχανάομαι make by art pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανωμένῃ — μηχανάομαι make by art pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)