-
1 μηχανικος
I31) остроумный, изобретательный Xen.2) ловкий, искусный Xen.3) механический, машинный(ὄργανα Diod.)
τὰ Μηχανικά «Трактат о сооружении машин» ( приписывавшийся прежде Аристотелю)IIὅ механик, инженер Plut. -
2 μηχανικός
μηχανικός, erfinderisch; vom Feldherrn, Xen. Mem. 3, 1, 6. 4, 7, 1; geschickt, kunstreich, Sp.; Maschinen betreffend, ἡ μηχανική, sc. τέχνη, die Maschinenkunst, die Kunst durch Benutzung der Naturkräfte Maschinen zusammenzusetzen; auch ὄργανα μηχανικά, D. Sic. 17, 98.
-
3 μηχανικός
μηχανικόςresourceful: masc nom sg -
4 μηχανικός
μηχανικός, erfinderisch; vom Feldherrn; geschickt, kunstreich; Maschinen betreffend, ἡ μηχανική, sc. τέχνη, die Maschinenkunst, die Kunst durch Benutzung der Naturkräfte Maschinen zusammenzusetzen -
5 μηχανικός
η, ό[ν] 1.1) механический; относящийся к механике, к машине; машинный;μηχανική καλλιέργεια — машинная обработка (земли и т. п.);
2) машинальный, автоматический;μηχανική κίνηση — машинальное движение;
μηχανική απάντηση — машинальный ответ;
§ μηχανική μνήμη — механическая память;
2. (ο)1) механик; моторист;μηχανικός σκηνής — машинист сцены;
2) инженер;διπλωματούχος μηχανικός — дипломированный инженер;
πολιτικός μηχανικός — инженер-строитель
-
6 μηχανικός
2 c. gen. rei,τῶν ἐπιτηδείων -ώτερος X.Lac.2.7
.II of or for machines, mechanical,ὄργανα μ. Arist.Pol. 1336a11
;αἱ.. κινήσεις αἱ μ. Id.Mech. 848a14
; μ. ἀποδείξεις in mechanics, Id.APo. 76a24: μηχανικά, τά, the science of mechanics, title of work ascribed to Aristotle: ἡ -κή (sc. τέχνη) Arist.Metaph. 1078a16, AP9.807;μ. ποίημα Sotad.15.6
;μ. ἔργα PFlor. 152.4
(iii A. D.): Subst. μηχανικός, ὁ, engineer, Plu.Per.27, Sammelb. 310. Adv. -κῶς Callix.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηχανικός
-
7 μηχανικός
[миханикос] εκ. механический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μηχανικός
-
8 μηχανικός
[миханикос] ουσ. а. механик, инженер,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μηχανικός
-
9 μηχανικός
[миханикос] επ механический. -
10 μηχανικός
[миханикос] ουσ α механик, инженер. -
11 μηχανικός
инженерГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μηχανικός
-
12 μηχανικός
mekanik, makine -
13 μηχανικός
1) ingénieur2) mécanicien -
14 μηχανικός
1) inżynier (m) rzecz.2) maszynista (m) rzecz.3) mechanik (m) rzecz.4) technik (m) rzecz. -
15 μηχανικός
1) inženýr2) mechanik3) strojník4) strojvedoucí5) strojvůdce -
16 μηχανικός
1) engineer2) mechanicΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μηχανικός
-
17 механический
μηχανικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > механический
-
18 ingénieur
μηχανικός -
19 mécanicien
μηχανικός -
20 inženýr
μηχανικός
См. также в других словарях:
μηχανικός — resourceful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικός — ή, ό (ΑΜ μηχανικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές ή αυτός που εκτελείται με μηχανές (α. «ὀργάνοις τισί μηχανικοῑς», Αριστοτ. β. «μηχανική καλλιέργεια» γ. «μηχανική βλάβη») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην… … Dictionary of Greek
μηχανικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή γίνεται με μηχανές: Μηχανικά πειράματα. 2. αυτός που γίνεται ασυνείδητα: Ήταν αφηρημένη και δούλευε κάνοντας μηχανικές κινήσεις. ο 1. ειδικός επιστήμονας ή τεχνίτης που ασχολείται με την κατασκευή, τη συντήρηση ή το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηχανικά — μηχανικός resourceful neut nom/voc/acc pl μηχανικά̱ , μηχανικός resourceful fem nom/voc/acc dual μηχανικά̱ , μηχανικός resourceful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικῶν — μηχανικός resourceful fem gen pl μηχανικός resourceful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικόν — μηχανικός resourceful masc acc sg μηχανικός resourceful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικώτατα — μηχανικός resourceful adverbial superl μηχανικός resourceful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικώτατον — μηχανικός resourceful masc acc superl sg μηχανικός resourceful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικαῖς — μηχανικός resourceful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικαί — μηχανικός resourceful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικοῖς — μηχανικός resourceful masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)