Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μητρο-πάτωρ

См. также в других словарях:

  • κοσμοπάτωρ — κοσμοπάτωρ, ορος, ὁ (Μ) (για τον Αδάμ) ο πατέρας όλων τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. θεο πάτωρ, μητρο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • μονοπάτωρ — μονοπάτωρ, ορος, ὁ (Α) ο μόνος πατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητρο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • ονειροπάτωρ — ὀνειροπάτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που προκαλεί όνειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητρο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • ουσιοπάτωρ — οὐσιοπάτωρ, ορος, ὁ (Α) (για τον δεύτερο θεό κατά τις αντιλήψεις τών νεοπλατωνικών) ο πατέρας τής ύπαρξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐσία + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητρο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • πατροπάτωρ — ορος, ὁ, Α 1. ο πατέρας τού πατέρα, ο παππούς από τον πατέρα 2. επωνυμία θεού («προπάτωρ Σάραπις», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητρο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • υιοπάτωρ — ορος, και υἱοπατήρ, πατρός, ὁ, ΜΑ εκκλ. συν. στον πληθ. oἱ υἱοπάτορες αιρετικοί που κήρυσσαν την ταυτότητα τού Πατρός και τού Υιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητρο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»