Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μηρο-τραφής

См. также в других словарях:

  • οικοτραφής — οἰκοτραφής, ές (Α) αυτός που ανατράφηκε στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + τραφής (< τρέφω), πρβλ. μηρο τραφής, μουσο τραφής] …   Dictionary of Greek

  • φιλοτραφής — ές, Α φιλότροφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τραφής (< θ. τραφ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. τρέφω), πρβλ. εὐ τραφής, μηρο τραφής] …   Dictionary of Greek

  • πλουτοτραφής — ές, ΜΑ αυτός που έχει ανατραφεί μέσα στα πλούτη (α. «τοιοῡτοι γὰρ ὡς τὰ πολλὰ oἱ πλουτοτραφεῑς», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + τραφής (< συνεσταλμένη βαθμίδα τραφ τού τρέφω), πρβλ. μηρο τραφής] …   Dictionary of Greek

  • σκιατραφής — ές, ΝΑ αυτός που κάνει καθιστική ζωή, μαλθακός, μαμμόθρεφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + τραφής (< τρέφω*), πρβλ. μηρο τραφής] …   Dictionary of Greek

  • μηροτραφής — και μηροτρεφής, ές (Α) (ως επίθ. τού Διονύσου) αυτός που έχει τραφεί μέσα στον μηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + τραφής και τρεφής (< τρέφω), πρβλ. μουσο τραφής] …   Dictionary of Greek

  • τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»