Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μηδᾰμό-σε

См. также в других словарях:

  • ομόσε — ὁμόσε (Α) επίρρ. 1. στην ίδια κατεύθυνση, στον ίδιο τόπο 2. μαζί με έναν άλλο, συγχρόνως 3. κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα 4. φρ. α) «ὁμόσε χωρῶ τινι» και «ὁμόσε βαδίζω τινί» έρχομαι σε αντίθεση, αντιτίθεμαι σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ουδαμόθεν — (Α οὐδαμόθεν) επίρρ. από κανένα μέρος, από πουθενά («οὐδαμόθεν μαθών», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μηδαμό θεν)] …   Dictionary of Greek

  • ουδαμόθι — οὐδαμόθι (Α) ιων. τ. επίρρ. σε κανένα μέρος («οὐδαμόθι πάσης τῆς Εὐρώπης», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. μηδαμό θι)] …   Dictionary of Greek

  • ουδαμόσε — οὐδαμόσε (Α) επίρρ. σε κανένα μέρος, προς κανένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. μηδαμό σε)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»