-
1 μηδαμοθεν
-
2 μηδαμοθι
-
3 μηδαμοσε
См. также в других словарях:
ομόσε — ὁμόσε (Α) επίρρ. 1. στην ίδια κατεύθυνση, στον ίδιο τόπο 2. μαζί με έναν άλλο, συγχρόνως 3. κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα 4. φρ. α) «ὁμόσε χωρῶ τινι» και «ὁμόσε βαδίζω τινί» έρχομαι σε αντίθεση, αντιτίθεμαι σε κάποιον … Dictionary of Greek
ουδαμόθεν — (Α οὐδαμόθεν) επίρρ. από κανένα μέρος, από πουθενά («οὐδαμόθεν μαθών», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μηδαμό θεν)] … Dictionary of Greek
ουδαμόθι — οὐδαμόθι (Α) ιων. τ. επίρρ. σε κανένα μέρος («οὐδαμόθι πάσης τῆς Εὐρώπης», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. μηδαμό θι)] … Dictionary of Greek
ουδαμόσε — οὐδαμόσε (Α) επίρρ. σε κανένα μέρος, προς κανένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. μηδαμό σε)] … Dictionary of Greek