-
1 μηδαμοθι
-
2 μηδαμόθι
μηδαμόθιnowhere: indeclform (adverb) -
3 μηδαμόθι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηδαμόθι
-
4 μηδαμόθι
-
5 παραπνέω
A blow beside, escape by a sideway, of the winds confined by Aeolus, Od.10.24 ; blow beside or next to, c. acc.,ὁ Ἀπηλιώτης ἔχει παραπνέοντας αὐτὸν τὸν Εὖρον καὶ τὸν Καικίαν Gp.1.11.2
.2 admit the air,παραπνευσάσης τῆς σικύας Hero Spir.1
Prooem. :— [voice] Pass.,ὡς μηδαμόθι -πνεῖσθαι Gal.6.577
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπνέω
См. также в других словарях:
μηδαμόθι — (Α) επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. ουδαμό θι)] … Dictionary of Greek
μηδαμόθι — nowhere indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… … Dictionary of Greek