-
1 rien
μηδέν -
2 nic
μηδέν -
3 nula
μηδέν -
4 nulový
μηδέν -
5 nultý
μηδέν -
6 zero
μηδέν -
7 zero
['ziərəu]plural - zeros; noun1) (nought; the number or figure 0: Three plus zero equals three; The figure 100 has two zeros in it.) μηδέν, μηδενικό2) (the point on a scale (eg on a thermometer) which is taken as the standard on which measurements may be based: The temperature was 5 degrees above/below zero.) μηδέν3) (the exact time fixed for something to happen, eg an explosion, the launching of a spacecraft etc: It is now 3 minutes to zero.) ώρα μηδέν -
8 Naught
subs.How we are brought to nought: V. ὡς ἐς τὸ μηδὲν ἥκομεν (Eur., Hec. 622).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Naught
-
9 двойка
-
10 минус
минус м 1) мат. 4 μείον, πλην 2) (о температуре): сегодня \минус 20° С σήμερα έχουμε είκοσι ( βαθμούς) κάτω από το μηδέν Κελσίου* * *м1) мат. μείον, πλην2) ( о температуре)сего́дня ми́нус 20° С — σήμερα έχουμε είκοσι (βαθμούς) κάτω από το μηδέν Κελσίου
-
11 мороз
мороз м η παγωνιά, ο παγετός" сегодня десять градусов \мороза σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν* * *мη παγωνιά, ο παγετόςсего́дня де́сять гра́дусов моро́за — σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν
-
12 ниже
ниже 1. (сравн. ст. от низкий) χαμηλότερος 2. (сравн. ст. от низко) χαμηλότερα, πιο κάτω 3) (менее) κάτω από· сегодня 10 градусов \ниже нуля σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν* * *1. сравн. ст. от низкий 2. сравн. ст. от низкоχαμηλότερα, πιο κάτω3.( менее) κάτω απόсего́дня 10 гра́дусов ни́же нуля́ — σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν
-
13 ноль
ноль м в рази. знач. το μηδέν, το μηδενικό· η νούλα (тж. перен.)· в пять \ноль-·\ноль στις πέντε η ώρα ακριβώς* * *м, в разн. знач.το μηδέν, το μηδενικό; η νούλα (тж. перен.)в пять нол-ноль — στις πέντε η ώρα ακριβώς
-
14 нуль
нуль см. ноль· ниже (выше) \нулья κάτω ( πάνω) από το μηδέν* * *см. нольни́же (вы́ше) нуля́ — κάτω (πάνω) από το μηδέν
-
15 плюс
плюс м 1) мат. το συν 2) (о температуре): сегодня \плюс десять градусов σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς πάνω από το μηδέν* * *м1) мат. το συν2) ( о температуре)сего́дня плюс де́сять гра́дусов — σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς πάνω από το μηδέν
-
16 тепло
I тепло Ι 1. нареч. θερμά, ζεστά* \тепло одеться φορώ (ила ντύνομαι) ζεστά* \тепло встретить кого-л. υποδέχομαι θερμά κάποιον 2, предик, κάνει ζέστη; сегодня \тепло σήμερα κάνει ζέστη; мне \тепло ζεσταίνομαι II тепло II с η ζέστη, η ζεστασιά; сегодня два градуса \теплоа σήμερα έχουμε δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν держать в \теплое κρατώ στη ζεστασιά* * *I 1. нареч.θερμά, ζεστάтепло́ оде́ться — φορώ ( или ντύνομαι) ζεστά
2. предик.тепло́ встре́тить кого́-л. — υποδέχομαι θερμά κάποιον
сего́дня тепло́ — σήμερα κάνει ζέστη
II смне тепло́ — ζεσταίνομαι
η ζέστη, η ζεστασιάсего́дня два гра́дуса тепла́ — σήμερα έχουμε δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν
держа́ть в тепле́ — κρατώ στη ζεστασιά
-
17 нолевой
κ. нулевойεπ.μηδενιστικός του μηδέν•-ая температура μηδέν θερμοκρασία.
εκφρ.- ая стрижка – σύρριζο κούρεμα. -
18 ноль
κ. нуль-я α.μηδέν (Ο).(για θερμοκρασία κλπ.) μηδέν•температура пять градусов ниже -я θερμοκρασία πέντε βαθμούς κάτω του μηδενός.
|| (για ανθρώπους) μηδαμινός, τίποτε, τιποτένιος•для меня он ноль για μένα αυτός είναι ένα μηδενικό (τίποτε).
εκφρ.ноль-ноль – α) ακριβώς (για χρόνο)• β) (αθλτ.) ισοπαλία•ноль внимания – (απλ.) καθόλου προσοχή•ноль без палочки – ένα μεγάλο μηδενικό•свести к -ю – εκμηδενίζω•стричь под ноль – κουρεύω σύρριζα. -
19 Nothing
subs.Good for nothing, adj.: see Useless.Make nothing of, make light of, v.: P. and V. ῥᾳδίως φέρειν (acc.), V. κούφως φερεῖν (acc.).Not to understand: use P. and V. οὐ μανθάνειν.Think nothing of, v.: V. διʼ οὐδένος ποιεῖσθαι (acc.), P. and V. ἐν παρέργῳ τίθεσθαι; see Disregard.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nothing
-
20 Violence
subs.Force: P. and V. βία, ἡ. V. τὸ καρτερόν, P. βιαιότης, ἡ.Rush: Ar. and P. ῥύμη, ἡ.Outrage P. V. ὕβρις, ἡ, ὕβρισμα, τό.Vehemence: P. σφοδρότης, ἡ.By violence, by force: P. and V. βίᾳ, πρὸς βίαν, βιαίως, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχύν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κράτος; see under Force.Act of violence: V. χείρωμα, τό.Do acts of violence, v.: P. χειρουργεῖν. Useviolence: P. and V. βιάζεσθαι (mid.).Suffer violence: P. and V. βιάζεσθαι (pass.).Do violence to oneself, kill oneself: P. βιάζεσθαι ἑαυτόν (Plat.).Do a violence to, take violent measures against: P. and V. ἀνήκεστόν τι δρᾶν (acc.) (Eur., Med. 283), P. νεώτερόν τι ποιεῖν εἰς (acc.), ἀνήκεστόν τι βουλεύειν περί (gen.).Do no violence to: V. δρᾶν μηδὲν... νεώτερον (acc.) (Eur., Rhes. 590), μηδὲν νέον δρᾶν (acc.) (Eur., Bacch. 362).Blow with great violence ( of wind): P. μέγας ἐκπνεῖν (Thuc. 6, 104).Their escape was due to the violence of the storm: P. ἐγένετο ἡ διάφευξις αὐτοῖς διὰ τοῦ χειμῶνος τὸ μέγεθος (Thuc. 3, 23).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Violence
См. также в других словарях:
μηδέν — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι… … Dictionary of Greek
μηδέν — το ενός 1. κάτι που δεν υπάρχει, η ανυπαρξία, το τίποτα: Έγινε πλούσιος από το μηδέν. 2. αυτό που δεν έχει καμιά αξία: Έγινε πολύς θόρυβος για το μηδέν. 3. το αριθμητικό σύμβολο 0, το μηδενικό: Πήρε μηδέν στο διαγώνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μηδὲν θαυμάζειν. — μηδὲν θαυμάζειν. См. Ничему не удивляйся … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μηδέν — μηδείς not one neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδέν' — μηδένα , μηδείς not one masc/fem acc sg μηδένα , μηδείς not one neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μὴδεν ὑπἐρ τὸν καλάποδα. — См. Не свыше сапога … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μηδὲν ἀμαρτεῖν ἐστὶ θεῶν. — См. Один Бог без греха … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… … Dictionary of Greek
ничьтоже — (>1000) мест. отриц. 1.Ничто, ни один (предмет): Ничьсоже бе стро˫а ни бес промысла б҃жи˫а не бываѥть на земли Изб 1076, 131; а мънѣ не въдасть ничьтоже ГрБ № 9, XI; не емли ничътоже ѹ него ГрБ № 109, XI/XII; изиде отаи из домѹ. не имыи ѹ себе … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… … Dictionary of Greek