-
61 Amnesty
subs.P. ἄδεια,ἡ.Binding them by stringent pledges to grant an amnesty: P. ὁρκώσαντες πίστεσι μεγάλαις μηδὲν μνησικακήσειν (Thuc., 4, 74).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Amnesty
-
62 Exaggerate
v. trans.Exaggerate a petty smart: V. τὸ μηδὲν ἄλγος εἰς μέγα φέρειν (Soph., O.R. 638).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Exaggerate
-
63 Genius
subs.Familiar spirit: P. and V. δαίμων, ὁ or ἡ, P. δαιμόνιον, τό.Disposition: P. διάθεσις, ἡ.Intellectual power: P. and V. γνώμη, ἡ, σύνεσις, ἡ, σοφία, ἡ, φρόνησις, ἡ.Have a genius for: P. εὐφυὴς εἶναι πρός (acc.) or εἰς (acc.).If I must speak the truth without reserve I should not hesitate to call him the evil genius of all that perished thereafter: P. εἰ μηδὲν εὐλαβηθέντα τἀληθὲς εἰπεῖν δέοι, οὐκ ἂν ὀκνήσαιμι ἔγωγε κοινὸν ἀλιτήριον τῶν μετὰ ταῦτα ἀπολωλότων ἁπάντων εἰπεῖν (Dem. 280).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Genius
-
64 Intestate
adj.P. ἀδιάθετος ( late).If he had died intestate: P. εἰ... μηδὲν ἐκεῖνος διαθέμενος ἐτελεύτησεν (Isae. 72).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Intestate
-
65 Nobody
subs.A nobody, met.: use P. οὐδένος ἄξιος, V. ὁ μηδὲν, ὁ μηδείς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nobody
-
66 Nonentity
subs.A person of no importance: use P. οὐδένος ἄξιος. V. ὁ μηδέν, ὁ μηδείς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nonentity
-
67 Reluctance
subs.Hesitation: P. and V. ὄκνος, ὁ.Reluctance to take the field: P. ἀπόκνησις τῶν στρατειῶν.Unwillingness to grant a thing: P. and V. φθόνος, ὁ.From base reluctance to benefit any men: V. φειδοῖ πονηρᾷ μηδένʼ εὖ ποιεῖν βροτῶν (Eur., frag.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reluctance
-
68 Reserve
v. trans.Set apart: P. χωρὶς τίθεσθαι, ἐξαίρετον ποιεῖσθαι.Be reserved: P. ἀποκεῖσθαι.Keep not the good reserving it for yourself alone: V. μὴ μόνος τὸ χρηστὸν ἀπολαβὼν ἔχε (Eur., Or. 451).——————subs.Resource: P. ἀφορμή, ἡ.Troops in reserve: P. οἱ ἐπιτακτοι.Place in reserve, v.: P. ἐπιτάσσεσθαι (Thuc. 6, 67).Modesty: P. and V. αἰδώς, ἡ..Caution: P. and V. εὐλάβεια, ἡ.Reservation: see Reservation.If I must speak the truth without reserve: P. εἰ μηδὲν εὐλαβηθέντα τἀληθὲς εἰπεῖν δέοι (Dem. 280).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reserve
-
69 Stir
v. trans.Move: P. and V. κινεῖν.Rouse: P. and V. ἐγείρειν, ἐξεγείρειν, ἐπαίρειν, παρακαλεῖν, ὁρμᾶν, ἐξορμᾶν, ἐξαίρειν, κινεῖν, Ar. and V. ζωπυρεῖν, V. ἐξάγειν, ὀρνύναι, ἐκκινεῖν.Stir with a spoon: Ar. τορύνειν.Stir or rouse (a feeling, etc., in a person): P. and V. ἐμβάλλειν (τι τινι), V. ἐνορνύναι (τί τινι); see Rouse.V. intrans. P. and V. κινεῖσθαι.Fear not, naught is stirring in the host: V. μηδὲν φοβηθῇς· οὐδὲν ἐν στρατῷ νεόν (Eur., Rhes. 616).Stir up, v. trans.: use stir.——————subs.P. κίνησις, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stir
-
70 Wax
subs.Ar. and P. κηρός, ὁ, κηρίον, τό.( I tell you) that nothing has been securely sealed that you cannot break the wax: Ar. μηδὲν οὕτως εὖ σεσημάνθαι τὸ μὴ οὐχὶ τοὺς ῥύπους ἀνασπάσαι (Lys. 1198).——————v. intrans.Become: P. and V. γίγνεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wax
-
71 tahtessıfır
κάτω από το μηδέν -
72 zéro
1) μηδέν2) μηδενικό -
73 zerowy
1) μηδέν2) ουδέτερος
См. также в других словарях:
μηδέν — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι… … Dictionary of Greek
μηδέν — το ενός 1. κάτι που δεν υπάρχει, η ανυπαρξία, το τίποτα: Έγινε πλούσιος από το μηδέν. 2. αυτό που δεν έχει καμιά αξία: Έγινε πολύς θόρυβος για το μηδέν. 3. το αριθμητικό σύμβολο 0, το μηδενικό: Πήρε μηδέν στο διαγώνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μηδὲν θαυμάζειν. — μηδὲν θαυμάζειν. См. Ничему не удивляйся … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μηδέν — μηδείς not one neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδέν' — μηδένα , μηδείς not one masc/fem acc sg μηδένα , μηδείς not one neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μὴδεν ὑπἐρ τὸν καλάποδα. — См. Не свыше сапога … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μηδὲν ἀμαρτεῖν ἐστὶ θεῶν. — См. Один Бог без греха … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… … Dictionary of Greek
ничьтоже — (>1000) мест. отриц. 1.Ничто, ни один (предмет): Ничьсоже бе стро˫а ни бес промысла б҃жи˫а не бываѥть на земли Изб 1076, 131; а мънѣ не въдасть ничьтоже ГрБ № 9, XI; не емли ничътоже ѹ него ГрБ № 109, XI/XII; изиде отаи из домѹ. не имыи ѹ себе … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… … Dictionary of Greek