-
61 μετ-εκ-δύομαι
μετ-εκ-δύομαι (s. δύω), ein Kleid nach dem andern ausziehen, wechseln, übertr., τὴν ἑαυτοῦ φύσιν, Plut. Num. 15.
-
62 μετ-εκ-βιβάζω
μετ-εκ-βιβάζω, weg- und anders wohin bringen; Thuc. 8, 74 (jetzt μετεμβ.); D. Cass. 48, 47.
-
63 μετ-εκ-δημέω
μετ-εκ-δημέω, anderswohin reisen, Sp.
-
64 μετ-εκ-βαίνω
μετ-εκ-βαίνω (s. βαίνω), heraus-, weg- und wo anders hingehen; μετεκβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν, Her. 7, 41; εἰς πλοῖον, Antiph. 5, 21; vom Tone, Strat. 29 (XII, 187); εἰς ἕτερον λόγον, übergehen, Plat. Legg. I, 642 a.
-
65 μετ-εκ-δίδωμι
μετ-εκ-δίδωμι (s. δίδωμι), nachher, später ausgeben, verheirathen, Plut. comp. Lyc. 3.
-
66 μετ-εκ-βολή
μετ-εκ-βολή, ἡ, Cratin. bei Phot., der es μεταβολὴ καὶ ἐξάλλαξις erkl.
-
67 μετ-εξ-αντλέω
μετ-εξ-αντλέω, ausschöpfen u. wo anders hingießen, Ath. V, 204 d.
-
68 μετ-εν-δύω
μετ-εν-δύω (s. δύω), umziehen, nach einem Kleide ein anderes anziehen, ὡς ϑοιμάτιον τοῦτο τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας αὐτοῦ βαρβαρικὸν μετενέδυσα, Luc. bis accus. 34. – In den intrans. tempp. u. med. sich ein anderes Kleid anziehen, Strab. XVII, 814, D. C. 46, 39; übertr., ὡς μετενδυομέναν τᾶν ψυχᾶν ἐς γυναικέα σκάνεα, Tim. Locr. 104 d.
-
69 μετ-εν-δύνω
μετ-εν-δύνω, = μετενδύομαι, Themist.
-
70 μετ-εξ-αιρέομαι
μετ-εξ-αιρέομαι (s. αἱρέω), herausnehmen u. anderswohinbringen, ἐμισϑωσάμην ἕτερα πλοῖα καὶ μετεξειλόμην τὸν γόμον καὶ δεῦρο ἀπέστειλα, Dem. 56, 24.
-
71 μετ-εμ-βιβάζω
μετ-εμ-βιβάζω, ἐς ἄλλην ναῠν, auf ein anderes Schiff bringen, Thuc. 8, 74 (v. l. μετεκβ.); ἐρέτας, andere Ruderer an die Stelle der vorigen ins Schiff einsteigen lassen, stellen, Polyaen. 5, 41.
-
72 μετ-εν-δεσμέω
μετ-εν-δεσμέω, = Folgdm, K. S.
-
73 μετ-εν-δέω
μετ-εν-δέω (s. δέω), umbinden, von einer Stelle los-u. an einer andern festbinden, Clem. Al.
-
74 μετ-εξ-αν-ίστημι
μετ-εξ-αν-ίστημι (s. ἵστημι), von einem Orte aufstehen lassen u. wegbringen, vertreiben; med. weggehen, Luc. Conv. 13.
-
75 μετ-εμ-βαίνω
μετ-εμ-βαίνω (s. βαίνω), anderswo hineinsteigen; in ein Schiff, Plut. Luc. 13; Philostr.
-
76 μετ-εννέπω
μετ-εννέπω (s. ἐννέπω), zu Mehreren sprechen, sagen, αὐτὰρ ὁ τοῖς πάντεσσι μετέννεπε δήνεα κούρης, Ap. Rh. 3, 1168; Mosch. 2, 101.
-
77 μετ-εξ-άρτυσις
μετ-εξ-άρτυσις, ἡ, das anders Einrichten, Umstellen der falsch aufgestellten Maschine, Math. vett.
-
78 μετ-εξ-έτεροι
μετ-εξ-έτεροι, αι, α, einige Andere, = ἕτεροί τινες, Her. 1, 63 u. öfter; fem., 1, 99; den sing. μετεξετέρην hat Nic. Ther. 588.
-
79 μετ-ελεύσομαι
μετ-ελεύσομαι, fut., u. μετελευστέος, adj. verb. zu μετέρχομαι.
-
80 μετ-ελέγχω
μετ-ελέγχω (s. ἐλέγχω), überführen u. auf eine andere Meinung bringen, Iambl. V. P. §. 218.
См. также в других словарях:
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μετ'όγμους — μετ ὄγμους (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰς ἐπὶ στίχον φυτείας». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετά + ὄγμος «σειρά, γραμμή, αυλάκι»] … Dictionary of Greek
μετ' — μετά , μετά mip indeclform (prep) μεταί , μετά mip poetic indeclform (prep) μεταί , μεταί mip poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτ' — μέτα , μετά mip indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀπταὶ κίχλαι μετ’ ἀμητίσκων εἰς τὴν φάρυγ’ εἰςεπέτοντο. — ὀπταὶ κίχλαι μετ’ ἀμητίσκων εἰς τὴν φάρυγ’ εἰςεπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μπλες, Χέντρικ Μετ ντε- — (Hendrik Met de Bles, 1515 – 1554). Φλαμανδός ζωγράφος. Το μόνο βιογραφικό στοιχείο που έχουμε για τον ζωγράφο Τσιβέτα έτσι τον ονόμαζαν στην Ιταλία, είναι ένα κείμενο που τον αναφέρει ως ζωγράφο στην Αμβέρσα το 1535. Εργάστηκε κοντά στον Ιωακείμ … Dictionary of Greek
Ἀπαιδευσία μετ’ ἐξουσίας τίκτει ἄνοιαν. — См. Кто знатен и силен, Да не умен, Так худо, ежели и с добрым сердцем он … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek