-
1 μετ-εκ-βιβάζω
μετ-εκ-βιβάζω, weg- und anders wohin bringen; Thuc. 8, 74 (jetzt μετεμβ.); D. Cass. 48, 47.
-
2 μετ-εμ-βιβάζω
μετ-εμ-βιβάζω, ἐς ἄλλην ναῠν, auf ein anderes Schiff bringen, Thuc. 8, 74 (v. l. μετεκβ.); ἐρέτας, andere Ruderer an die Stelle der vorigen ins Schiff einsteigen lassen, stellen, Polyaen. 5, 41.
-
3 μετεκβιβάζω
-
4 μετεμβιβάζω
μετ-εμ-βιβάζω, auf ein anderes Schiff bringen; ἐρέτας, andere Ruderer an die Stelle der vorigen ins Schiff einsteigen lassen, stellen
См. также в других словарях:
μετεκβιβάζω — (Α) μετεμβιβάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐκ βιβάζω «εξάγω, εκδιώκω» … Dictionary of Greek
μετεμβιβάζω — (ΑΜ) μσν. (σχετικά με την ψυχή) μεταφέρω σε άλλον δέκτη, σε άλλο σώμα αρχ. 1. επιβιβάζω σε άλλο πλοίο 2. φρ. «ἐρέτας μετεμβιβάζω» αλλάζω το πλήρωμα τού πλοίου (Πολύαιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐμ βιβάζω «μεταφέρω, επιβιβάζω»] … Dictionary of Greek