-
1 μετ-αμείβω
μετ-αμείβω, umtauschen, umwechseln, Pind. in dor. Form, ἐσλὸν πήματος πεδάμειψαν, Ol. 12, 12; ἐκ βοὸς πάλιν μετάμειβε γυναῖκα, verwandelte in eine Frau, Mosch. 2, 52; φρένα τινί, Nonn. D. 4, 182. – Häufiger im med., μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλάξ, abwechselnd, Pind. N. 10, 55, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενος καμάτων χάριν Διός, P. 3, 96, sie hatten sich eingetauscht; μυριάδας ἀγαϑῶν ἑτέρας ἑτέραις μεταμειβομένα πόλις, Eur. Phoen. 838.
-
2 αμείβω
(αόρ. ήμειψα, παθ. αόρ. ημείφθην) μετ.1) вознаграждать (кого-л.); платить, отплачивать (кому-л.); 2) награждать (улыбкой, взглядом и т. п.) -
3 μεταμείβω
3 remove, τινὰ Λαμνόθεν dub. cj. in Pi.P.1.52; γᾶν τέκνων τέκνοις μ. hand down land to children's children, E.HF 796 (lyr.).II [voice] Med., change one's condition, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων having escaped from.., Pi.P.3.96: abs., μεταμειβόμενοι ἐναλλάξ in turns, Id.N.10.55.2 c. acc., μεταμείβεσθαί τινί τι to change one thing for another, E.Ph. 831 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταμείβω
-
4 μεταμείβω
μετ-αμείβω, umtauschen, umwechseln; ἐκ βοὸς πάλιν μετάμειβε γυναῖκα, verwandelte in eine Frau; μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλάξ, abwechselnd; ἐκ προτέρων μεταμειψάμενος καμάτων χάριν Διός, sie hatten sich eingetauscht -
5 μεταμειβω
дор.-эол. πεδᾰμείβω тж. med.1) обменивать(ἐσλὸν πήματος Pind.)
; менять(τὰς ὀπὰς ἐν τῇ γῇ, Arst.)
μεταμειβόμενοι Pind. — чередуясь;μυριάδας ἀγαθῶν ἑτέροις ἑτέρας μεταμειβόμενος Eur. — прошедший через длинную вереницу всяческих преуспеяний2) передавать по наследству(γᾶν τέκνων τέκνοις Eur.)
См. также в других словарях:
μεταμείβω — μεταμείβω, δωρ. τ. πεδαμείβω (Α) 1. μεταβάλλω, τροποποιώ («ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ», Πινδ.) 2. αλλάζω τη μορφή, μεταμορφώνω («ἐκ βοός... μετάμειβε γυναῑκα», Μόσχ.) 3. μεταφέρω, μεταβιβάζω, («γᾱν τέκνων τέκνοις μεταμείβει»,… … Dictionary of Greek