Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μετᾰμώνιος

См. также в других словарях:

  • μεταμώνιος — μεταμώνιος, ον (Α) 1. μάταιος, ανωφελής («τὰ δὲ πάντα θεοὶ μεταμώνια θεῑεν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που μεταφέρθηκε ψηλά και διασκορπίστηκε από τον άνεμο, ανεμοφόρητος («κονία μεταμώνιος ἀέρθη», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • μεταμώνιος — vain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμώνιον — μεταμώνιος vain masc/fem acc sg μεταμώνιος vain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμώνια — μεταμώνιος vain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • манити — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (греч. μεταμώνιος) манить, привлекать, обманывать …   Словарь церковнославянского языка

  • ανεμώλιος — ἀνεμώλιος, ον (Α) 1. (για πράγματα) μάταιος, ανώφελος, άχρηστος 2. (για πρόσωπα) άστατος, ανίκανος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανεμώνιος < άνεμος + (επίθημα) ώνιος, με ανομοίωση ( ωλιος < ωνιος). Το επίθημα ώνιος είναι αιολικό καί ισοδυναμεί… …   Dictionary of Greek

  • an(ǝ)-3 (*ḫenaḫ-) —     an(ǝ) 3 (*ḫenaḫ )     English meaning: “to breathe”     Note: Root an(ǝ) 3 : “to breathe” derived from a reduction of Root anĝhen : ‘smell, odour; person” as in Arm. anjn (for older *anj), gen. anjin “ soul, being, person “: O.N. angi m. “… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»