-
101 μετα-στίλβω
μετα-στίλβω, dazwischen glänzen, Sp.
-
102 μετα-στήθιος
μετα-στήθιος, zwischen den Brüsten, – zwischen den Handballen und der Faust, Sp.
-
103 μετα-στήλιον
μετα-στήλιον, τό, s. μεταστύλιον.
-
104 μετα-συ-σχηματίζω
μετα-συ-σχηματίζω, Hesych., Erklärung von ἀλλοιόω.
-
105 μετα-συν-τίθημι
μετα-συν-τίθημι, umstellen, anders zusammenstellen u. ordnen, Demetr. Phal. 59.
-
106 μετα-συγ-κριτικά
μετα-συγ-κριτικά, τά, φάρμακα, die Mittel, mit denen die Aerzte die verdorbenen Säfte durch die Poren abführen; – ἡ μετασυγκριτικὴ ϑεραπεία, die ärztliche Behandlung der μετασύγκρισις.
-
107 μετα-συγ-κρίνω
μετα-συγ-κρίνω (s. κρίνω), den Körper in seiner innern Beschaffenheit umändern, indem man die verderbten Säfte durch die Poren abführt, Kunstausdruck der Aerzte aus der methodischen Schule. Vgl. μεταποροποιέω.
-
108 μετα-συν-εθίζω
μετα-συν-εθίζω, nachher anders gewöhnen, Gal.
-
109 μετα-συμ-βάλλομαι
μετα-συμ-βάλλομαι (s. βάλλω), mit wozu beitragen, Hippocr., l. d.
-
110 μετα-σφαιρισμός
μετα-σφαιρισμός, ὁ, das Werfen des Balls nach einer andern Seite hin, Sp.
-
111 μετα-σφαιρίζω
μετα-σφαιρίζω, den Ball anders wohin werfen (?).
-
112 μετα-σχηματίζω
μετα-σχηματίζω, umgestalten, umbilden, τὰ πάντα, Plat. Legg. X, 903 c; auch übertr., τὸ ῥῆμα μετεσχηματισμένον, Metapher, ib. 906 c; Sp., ἐκ τοῦ αὐτοῦ ὄγκου μετασχηματίζει πολλὰς ἰδεῶν φύσεις, Luc. Halc. 4; Plut. Agesil. u. a. Sp.
-
113 μετα-σχημάτισις
μετα-σχημάτισις, ἡ, die Umgestaltung, Umbildung, Arist. de sensu 6.
-
114 μετα-σύρω
-
115 μετα-σύγ-κρισις
μετα-σύγ-κρισις, ἡ, die Verbesserung der innern Beschaffenheit des Leibes durch Abführung der schlechten Säfte vermittelst der Poren, Medic. Vgl. μεταποροποιΐα.
-
116 μετα-σεύομαι
μετα-σεύομαι (s. σεύω), ep. μετασσεύομαι, eilig hinterher-, mitgehen, begleiten, πολλαὶ δὲ μετεσσεύοντο γεραιαί, Il. 6, 296; – hinan, darauf los, auf Einen zu eilen, Ἀϑηναίη δὲ μετέσσυτο, Il. 21, 423; c. acc., μάλα δ' ὦκα μετέσσυτο ποιμένα λαῶν, 23, 389, er ging auf den Hirten der Völker los. So auch bei sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1270; Qu. Sm. 7, 141.
-
117 μετα-σκιρτάω
μετα-σκιρτάω, von einem Orte weg u. wo anders hinspringen, Sp.
-
118 μετα-σκευωρέομαι
μετα-σκευωρέομαι, umändern, τοὔνομα, Plat. Polit. 276 c. ·
-
119 μετα-σκευαστικός
μετα-σκευαστικός, ή, όν, zum Verändern geschickt, umarbeitend, τέχνη, D. L. 3, 100.
-
120 μετα-σκευάζω
μετα-σκευάζω, anders einrichten; μετασκεύαζε σαυτήν, kleide dich um, Ar. Eccl. 499; νόμον, umändern, Din. 1, 42; Xen. Cyr. 6, 2, 8, wegbringen, wegschaffen, nach einem andern Orte hin; auch im med., μετασκευασάμενοι εἰς τὴν καταγωγὴν ἐκ τοῦ πλοίου, Luc. Tox. 57, öfter; μετασκευασάμενος τὸν οἶκον ὅλον, mit seinem ganzen Hause fortziehend, D. Hal. 4, 6; τὰ αὑτοῦ παρά τινα, Xen. Ephes. 5, 13; sich umkleiden, οἰκετικαῖς ἐσϑήσεσι, Polyaen. 6, 49.
См. также в других словарях:
μετά — mip indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτα — μετά mip indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
μετά — πρόθ. 1. ύστερα από: Μετά το φαγητό θα πιω καφέ. 2. έπειτα, ύστερα, κατόπι: Πού θέλεις να πάμε μετά; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετά χαράς — επίρρ. τροπ., ευχαρίστως, με προθυμία: Δέχτηκε μετά χαράς να με συνοδέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτα — χημ. εμπορική ονομασία τής μεταλδεΰδης, η οποία με τη μορφή πλακιδίων χρησιμοποιείται ως στερεά καύσιμη ύλη, υποκατάστατο τού οινοπνεύματος … Dictionary of Greek
Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μετὰ τὸν πόλεμον ἡ συμμαχία. — См. После ужина горчица … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. — τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. См. Вот злонравия достойные плоды … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἥ ποῦ... ἐβόμβει τὰ ωτα ὑμῖν; ἀεὶ γὰρ ἐμέμνητο ή κεκτημένη μετὰ δακρύων. — См. Что то у меня в ушах звенит кто то поминает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μετεξωρίσθην — μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 1st sg (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)