-
1 μετασσευομαι
эп. = *μετασεύομαι См. μετασευομαι -
2 μετασσεύομαι
μετασσεύομαι: see μετασεύομαι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μετασσεύομαι
-
3 μετεσσευοντο
-
4 μετεσσυτο
-
5 μετα-σεύομαι
μετα-σεύομαι (s. σεύω), ep. μετασσεύομαι, eilig hinterher-, mitgehen, begleiten, πολλαὶ δὲ μετεσσεύοντο γεραιαί, Il. 6, 296; – hinan, darauf los, auf Einen zu eilen, Ἀϑηναίη δὲ μετέσσυτο, Il. 21, 423; c. acc., μάλα δ' ὦκα μετέσσυτο ποιμένα λαῶν, 23, 389, er ging auf den Hirten der Völker los. So auch bei sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1270; Qu. Sm. 7, 141.
-
6 μετασευομαι
эп. μετασσεύομαι (эп. 3 л. pl.: impf. μετεσσεύοντο, ppf. μετέσσῠτο)1) устремляться, следоватьπολλαὴ δὲ μετεσσεύοντο γεραιαί Hom. — (Гекуба пошла), а за ней последовали многие знатные жены
2) бросаться, нападать(Ἀθηναίη δὲ μετέσσυτο Hom.)
3) догонять, настигать(τινα Hom.)
См. также в других словарях:
μετασσεύομαι — (Α) (επικ. τ.) βλ. μετασεύομαι … Dictionary of Greek
μετασεύομαι — και επικ. τ. μετασσεύομαι (Α) 1. σπεύδω μετά από κάποιον ή πίσω από κάποιον, συνοδεύω κάποιον με σπουδή ή παρακολουθώ κάποιον σπεύδοντας («πολλαὶ δὲ μετεσσεύοντο γεραιαί», Ομ. Ιλ.) 2. τρέχω ή ορμώ εναντίον κάποιου ή πίσω από κάποιον, καταδιώκω,… … Dictionary of Greek