-
1 μετωπίδιος
μετωπ-ίδιος, ον,A = μετωπιαῖος, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cj. for - ιδαῖος; v.l. περιμετωπίδιος); πλέγμα AP9.543
(Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετωπίδιος
-
2 μέτωπον
Grammatical information: n.Meaning: `the space between the eyes, forehead, brow', metaph. `front, front of an army' (Il.); also plantname = χαλβάνη (Dsc.).Compounds: Compp., e.g. εὑρυ-μέτωπος `with broad forehead' (Hom.).Derivatives: μετώπιος `on the forehead' (L 95, P 739; can also be subst. = `forehead'; s. below), - ιον n. `front' (Priene IVa), `fore-head-bandage etc.' (Gal.), name of a salve prepared from the plant μ. etc. (Dsc., Gal.); μετωπ-ίδιος `of the forehead' (Hp., A P), but προ-, περιμετωπ-ίδιος `on the forehead' (Hdt., X.), resp. `covering the forehead' (Hp.) from the corresponding prepositional terms; - ιαῖος `id.' (medic.; Chantraine Form. 49); - ίας m. `with a typical forehead' (pap.); μετωπίς ἱατρικὸς ἐπίδεσμος H.; μετωπ-ηδόν (Hdt., Th.), - ᾰδόν (Opp.) `forming a front'. -- To the PN Μέτωπος Sommer Nominalkomp. 8 n. 2.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: After Arist. HA 49 1b 12 prop. = μεταξὺ τῶν ὀμμάτων, `space between the eyes', so hypostasis from μετά and (ὤψ), ὦπ-α `eye, face' with themat. vowel. μετώπ-ιον `forehead (?), front' may be a parallel formation with ιο-suffix. The expression becomes esp. clear, if one starts from the head of an animal with his eyes on the sides (Sommer 115 n. 1).Page in Frisk: 2,221-222Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέτωπον
См. также в других словарях:
φρεατίδιος — ία, ον, Α φρεάτιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μετωπ ίδιος, θαλασσ ίδιος)] … Dictionary of Greek
πτερίδιος — α, ο / πτερίδιος, ία, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πτερίδιο βοτ. 1. γένος ροδοφυκών τών θερμών και εύκρατων θαλασσών που ανήκει στην οικογένεια δελεσσεριίδες 2. γένος πτεριδοφύτων που ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες αρχ. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
υπομαζίδιος — ον, ΜΑ υπομάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μαζός, ιων. τ. τού μαστός + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μετωπ ίδιος)] … Dictionary of Greek
υπομηρίδιος — α, ο, Ν ανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μηρό ή αυτός που βρίσκεται στο κάτω τμήμα του («υπομηρίδιος μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + μηρός + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μετωπ ίδιος)] … Dictionary of Greek
υποσκληρίδιος — α, ο, Ν (ανατ. ιατρ.) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται ή εντοπίζεται στον μεταξύ σκληράς και αραχνοειδούς μήνιγγας τού εγκεφάλου ή τού νωτιαίου μυελού χώρο («υποσκληρίδιο αιμάτωμα») 2. φρ. «υποσκληρίδιος χώρος» ανατ. ο σχισμοειδής χώρος μεταξύ… … Dictionary of Greek
χοιρίδιος — ία, ον, Α κατασκευασμένος από χοιρινό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μετωπ ίδιος)] … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
υποτιτθίδιος — ον, Α ὑποτίτθιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τιτθός «μικρός μαστός» + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μετωπ ιος)] … Dictionary of Greek