Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μετωπ-ίδιος

См. также в других словарях:

  • φρεατίδιος — ία, ον, Α φρεάτιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μετωπ ίδιος, θαλασσ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • πτερίδιος — α, ο / πτερίδιος, ία, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πτερίδιο βοτ. 1. γένος ροδοφυκών τών θερμών και εύκρατων θαλασσών που ανήκει στην οικογένεια δελεσσεριίδες 2. γένος πτεριδοφύτων που ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες αρχ. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • υπομαζίδιος — ον, ΜΑ υπομάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μαζός, ιων. τ. τού μαστός + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μετωπ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • υπομηρίδιος — α, ο, Ν ανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μηρό ή αυτός που βρίσκεται στο κάτω τμήμα του («υπομηρίδιος μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + μηρός + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μετωπ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • υποσκληρίδιος — α, ο, Ν (ανατ. ιατρ.) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται ή εντοπίζεται στον μεταξύ σκληράς και αραχνοειδούς μήνιγγας τού εγκεφάλου ή τού νωτιαίου μυελού χώρο («υποσκληρίδιο αιμάτωμα») 2. φρ. «υποσκληρίδιος χώρος» ανατ. ο σχισμοειδής χώρος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • χοιρίδιος — ία, ον, Α κατασκευασμένος από χοιρινό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μετωπ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • υποτιτθίδιος — ον, Α ὑποτίτθιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τιτθός «μικρός μαστός» + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μετωπ ιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»