Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Μέτωπος

См. также в других словарях:

  • Μέτωπος — the space between the eyes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτωπος — ο ζωολ. γένος ετερότριχων βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων …   Dictionary of Greek

  • Μετώπω — Μέτωπος the space between the eyes masc nom/voc/acc dual Μέτωπος the space between the eyes masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μετώποις — Μέτωπος the space between the eyes masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μετώπου — Μέτωπος the space between the eyes masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μετώπους — Μέτωπος the space between the eyes masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μετώπων — Μέτωπος the space between the eyes masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μετώπῳ — Μέτωπος the space between the eyes masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέτωπον — Μέτωπος the space between the eyes masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… …   Dictionary of Greek

  • θηροζυγοκαμψιμέτωπος — θηροζυγοκαμψιμέτωπος, ον (Α) φρ. «ὁ θῆρας ζυγῶν καὶ κάμπτων τὰ μέτωπα» αυτός που θέτει στον ζυγό, που ζεύει και δαμάζει τα θηρία κάμπτοντας τα μέτωπα τους (η λέξη πλάστηκε ως μέρος ενός στίχου ο οποίος περιέχει όλα τα γράμματα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»