Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μετριο-παθής

См. также в других словарях:

  • λαοπαθής — λαοπαθής, ές (Α) φρ. «λαοπαθή τε σεβίζων» με σεβασμό στα παθήματα τού λαού (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔ παθ ον, αόρ. τού πάσχω), πρβλ. μετριο παθής, ομοιο παθής] …   Dictionary of Greek

  • οικτροπαθής — οἰκτροπαθής, ές (Α) αυτός που υποφέρει οικτρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + παθής (< πάθος), πρβλ. μετριο παθής] …   Dictionary of Greek

  • κενοπάθεια — κενοπάθεια, ἡ (Α) η ψευδής αίσθηση, το απατηλό, ψεύτικο αίσθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + πάθεια (< παθής < πάσχω), πρβλ. κακο πάθεια, μετριο πάθεια] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»